Την τήρηση της εργατικής νομοθεσίας και την επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο προτάσσουν, μεταξύ άλλων, ως επιτακτική ανάγκη αναλυτές της αγοράς εργασίας και συνδικαλιστές, οι οποίοι δηλώνουν αντίθετοι στην περαιτέρω εντατικοποίηση της εργασίας. Όπως αναφέρουν κατά γενική ομολογία, την εποχή των μνημονίων, οι εργασιακές σχέσεις απορρυθμίστηκαν και, γι’ αυτό, κρίνουν απαραίτητη την πλήρη αποκατάστασή τους και τη σύνδεση της παραγωγικότητας με την αναβάθμιση των εργασιακών σχέσεων.
Μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο διευθυντής ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης και διεθνών δικτύων στο Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού Σταύρος Γαβρόγλου, διαπιστώνει ότι, εδώ και μία εικοσαετία, οι εργασιακές σχέσεις έχουν αλλάξει σε σημαντικό βαθμό, λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων, της θέσης της χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, αλλά και λόγω ιδεολογικών προσεγγίσεων που έχουν επικρατήσει. Όπως επισημαίνει, ο λόγος που οι εργασιακές σχέσεις μας απασχολούν και σήμερα έχει να κάνει με το γεγονός ότι η χώρα πρέπει να βελτιώσει την παραγωγικότητά της.
Το θέμα, όπως σημειώνει, είναι με ποιον τρόπο και μέσω ποιας οδού θα βελτιωθεί η παραγωγικότητα. «Τα τελευταία χρόνια, η οδός που επιλέχθηκε ήταν η οδός της έντασης της εργασίας και της επισφάλειας» τονίζει ο κ. Γαβρόγλου, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι αυτός δεν είναι ο μόνος δρόμος, για να βελτιωθεί η παραγωγικότητα μίας οικονομίας και «σίγουρα δεν είναι ο καλύτερος».
Όπως εξηγεί, πέραν του ζητήματος της κοινωνικής αδικίας που μπορεί να προκληθεί, μέσω επισφαλών θέσεων εργασίας, είναι σημαντικό να διαφυλάσσεται και η κοινωνική συνοχή. Σε διαφορετική περίπτωση, όπως παρατηρεί, αυτό που μπορεί να κερδηθεί βραχυπρόθεσμα από τη βελτίωση της παραγωγικότητας, μέσω της έντασης της εργασίας και της επισφάλειας, χάνεται στο επόμενο βήμα με τη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής.
Σύμφωνα με τον κ. Γαβρόγλου, το ζητούμενο είναι να επιλεγούν έξυπνες μορφές οργάνωσης της εργασίας και όχι εντατικοποίησή της. «Αυτό είναι φανερό, αν εξετάσουμε το εργασιακό καθεστώς που επικρατεί σε χώρες που είναι πρότυπα, όπως οι σκανδιναβικές. Αυτές οι χώρες διαθέτουν έξυπνο τρόπο οργάνωσης της εργασίας και παρουσιάζουν υψηλή παραγωγικότητα, γεγονός που εξασφαλίζει και ποιοτική εργασιακή ζωή και ταυτόχρονα ανάπτυξη της οικονομίας» σχολιάζει ο κ. Γαβρόγλου.
Παράλληλα, ο διευθυντής ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης και διεθνών δικτύων στο Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού, υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να συνεχιστεί το καθεστώς των προηγούμενων χρόνων που είχε ως επίκεντρο ένα παραγωγικό πρότυπο το οποίο βασιζόταν στην υποβάθμιση και στη σχεδόν διάλυση των εργασιακών σχέσεων. «Πλέον», όπως σημειώνει, «η χώρα έχει μπει σε ένα νέο μονοπάτι που μπορεί να επιλέξει πιο ελεύθερα το πρότυπο ανάπτυξής της σε σχέση με τα τελευταία χρόνια. Αυτό το πρότυπο δεν πρέπει να βασίζεται ούτε στην επισφάλεια της εργασίας ούτε στην περαιτέρω εντατικοποίηση της εργασίας ούτε στην υποβάθμιση των μισθών, αλλά, αντίθετα, πρέπει να επιλεγεί ο λεγόμενος ενάρετος δρόμος για την ανάπτυξη και να εγκαθιδρυθεί ένα πρότυπο στο οποίο η παραγωγικότητα να συμβαδίζει με την αναβάθμιση των εργασιακών σχέσεων».Μεταξύ άλλων, ο κ. Γαβρόγλου δήλωσε ότι υπάρχουν κλάδοι στους οποίους οι εργασιακές σχέσεις είναι πιο οργανωμένες, πιο οριοθετημένες και οι συλλογικές συμβάσεις έχουν κάποια ισχύ και κάποιοι άλλοι κλάδοι στους οποίους επικρατεί μεγάλη αναρχία. «Ο γενικός κανόνας είναι πέντε ημέρες εργασία, 40 ώρες» συμπληρώνει.
Τέλος, ο κ. Γαβρόγλου επανέλαβε ότι η περαιτέρω εντατικοποίηση της εργασίας είναι μία επιλογή χαμηλής προστιθέμενης αξίας. «Η λύση που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα μας, είναι η λύση της επένδυσης στο ανθρώπινο κεφάλαιο και της αναβάθμισης των εργασιακών σχέσεων, με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας. Αυτό δεν θα πρέπει να το παραβλέψουμε. Όχι, όμως, να θυσιάσουμε τον ανθρώπινο παράγοντα στο βωμό της παραγωγικότητας, θυσία που είναι ατελέσφορη μεσοπρόθεσμα» συμπέρανε ο κ. Γαβρόγλου.
Από την πλευρά του, ο επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ) Αποστόλης Καψάλης, δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι, με την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων την εποχή των μνημονίων και μέσα από τις επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις, παρατηρήθηκαν πολλά φαινόμενα παραβίασης του ωραρίου ή της εργατικής νομοθεσίας. «Διότι, όταν σε αρκετές περιπτώσεις υπερίσχυε η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας έναντι των υπολοίπων, μέχρι την επαναφορά τυπικά της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης, καταγράφηκαν περιπτώσεις “συμφωνιών” εργοδοτών με επιχειρησιακά σωματεία που παραβίαζαν την εργατική νομοθεσία» είπε ο κ. Καψάλης.
«Μπορούμε να μιλάμε για πραγματική συλλογική και ισότιμη συμφωνία μεταξύ των δύο μερών για επταήμερη εργασία, όταν αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ο εργοδότης μπορεί να απολύσει εργαζόμενους ή να τους επιβάλει εκ περιτροπής εργασία;» διερωτάται ο κ. Καψάλης, τονίζοντας ότι η εργατική νομοθεσία πρέπει να τηρείται.
Ο υπεύθυνος Τύπου της ΓΣΕΕ και μέλος του ΔΣ Δημήτρης Καραγεωργόπουλος, δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι ο συνδυασμός νόμου και πράξης στο εργατικό ωράριο δημιουργεί εκρηκτικό μείγμα σήμερα για τα λεηλατημένα εργασιακά δικαιώματα, κάνοντας λόγο, μεταξύ άλλων, «για φτηνές υπερωρίες, κατάργηση κυριακάτικης αργίας και πενθημέρου στα εμπορικά καταστήματα και όχι μόνο, επιβολή διακεκομμένου ωραρίου, ψευτοσυμβάσεις μερικής απασχόλησης που κρύβουν πλήρες ωράριο και συχνά υπερωρίες, εργασία το Σαββατοκύριακο σε βιομηχανικές επιχειρήσεις που δεν είναι συνεχούς λειτουργίας και έχουν άδεια μόνο για καθαρισμό και συντήρηση μέσα στο ΣΚ».
Πηγή: ΑΠΕ- ΜΠΕ