Αντισυνταγματική έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας την διάταξη του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος που προβλέπει την επιβολή φόρου στη διαφορά μεταξύ του ύψους της αποζημίωσης απαλλοτριωθέντος αναγκαστικά ακινήτου και της τιμής κτήσης του ακινήτου (υπερτίμηση).
Συγκεκριμένα, το ΣτΕ (απόφαση 678/2017) αναφέρει ότι η αποζημίωση που καταβάλλεται στον κύριο ακινήτου το οποίο απαλλοτριώνεται αναγκαστικά, αντιστοιχεί στην αξία του απαλλοτριούμενου ακινήτου κατά την χρονική εκείνη στιγμή. Η αποζημίωση αυτή χορηγείται προς αποκατάσταση της ζημίας που υφίσταται ο ιδιοκτήτης, λόγω της στέρησης της ιδιοκτησίας του, όπως προβλέπει ρητά στο άρθρο 17 του Συντάγματος.
Ακόμη αναφέρει, ότι η αποζημίωση αυτή «δεν υπόκειται σε κανένα φόρο, κράτηση ή τέλος, προδήλως διότι στην περίπτωση αυτή θα καθίστατο μη πλήρης».
Στην συνέχεια, το ΣτΕ αναφέρει ότι κατά την διάταξη του άρθρου 22 του ν. 2648/1998 (Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος), «το υπερτίμημα που προκύπτει από την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου, δηλαδή η διαφορά μεταξύ του ύψους της καταβαλλόμενης στον ιδιοκτήτη του εν λόγω ακινήτου αποζημίωσης και της τιμής κτήσης αυτού» δεν μπορεί να φορολογηθεί.
Και σε περίπτωση που φορολογηθεί αυτό, είναι «αντίθετο στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 17 του Συντάγματος, διότι καθιστά την αποζημίωση για την απαλλοτρίωση του ακινήτου μη πλήρη».