Την αντίθεσή της στην ενδεχόμενη αύξηση του ειδικού τέλους κινητής τηλεφωνίας διατυπώνει η Ένωση Εταιρειών Κινητής Τηλεφωνίας (ΕΕΚΤ), τοποθετούμενη απέναντι δημοσιεύματα στον Τύπο.
Η ΕΕΚΤ υποστηρίζει πως μια τέτοια κίνηση θα αποτελέσει «μια επιπλέον μεγάλη επιβάρυνση για τον προϋπολογισμό των ελληνικών νοικοκυριών για ένα αγαθό πολύτιμο και απαραίτητο όπως η επικοινωνία». Επισημαίνει, επίσης, πως η έμμεση φορολογία των κινητών επικοινωνιών στην Ελλάδα είναι η δεύτερη υψηλότερη στην ΕΕ με συνολικό ύψος φόρου πάνω στον λογαριασμό που κυμαίνεται από 37,8% έως 47,6%. Η δυσανάλογη έμμεση φορολογία στη χώρα μας οφείλεται στο ειδικό τέλος (12%-20%). Περαιτέρω αύξησή του, σημαίνει ακόμη μεγαλύτερη επιβάρυνση για τον τελικό καταναλωτή.
Στην ΕΕΚΤ θεωρούν πως περαιτέρω αύξηση του φόρου «είναι αντιπαραγωγικό μέτρο, καθώς αποτελεί αντικίνητρο στη χρήση. Παρά τις συνεχείς αυξήσεις του ειδικού τέλους, τα αντίστοιχα δημόσια έσοδα μειώνονται τα τελευταία έτη λόγω του περιορισμού της χρήσης». Επιπλέον, «είναι άκρως αντίθετη με τις δράσεις της κυβέρνησης για την επίτευξη των στόχων της Ψηφιακής Ατζέντας 2020 της ΕΕ, καθώς είναι αποδεδειγμένο παγκοσμίως ότι η αύξηση της φορολογίας των κινητών επικοινωνιών εμποδίζει την ψηφιακή ενσωμάτωση και ανάπτυξη». Τέλος, «έχει άμεσο αντίκτυπο στις επενδύσεις των παρόχων για την ανάπτυξη δικτύων νέας γενιάς της χώρας. Οι επενδύσεις αυτές είναι απαραίτητες για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και την ανάπτυξη».
Οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας υποστηρίζουν πως η έμμεση φορολογία των κινητών επικοινωνιών στην Ελλάδα είναι η από τις υψηλότερες παγκοσμίως με συνολικό ύψος φόρου 34,5% ως ποσοστό του συνολικό κόστους ιδιοκτησίας του κινητού. Σε σύνολο 50 χωρών, εκτός της Ελλάδας ( έκτη θέση) οι πρώτες δέκα είναι αναπτυσσόμενες οικονομίες (Τουρκία, Ιορδανία, Γκαμπόν, Τανζανία, Τζαμάικα, Ελλάδα, Βραζιλία, Πακιστάν κ.ά) Η δυσανάλογη έμμεση φορολογία στη χώρα μας οφείλεται στο ειδικό τέλος (12%-20%). Παρά τις συνεχείς αυξήσεις του ειδικού τέλους, τα δημόσια έσοδα από το ειδικό τέλος μειώνονται τα τελευταία έτη λόγω του περιορισμού της χρήσης και των αντίστοιχων λογαριασμών. Τα δημόσια έσοδα το 2015 ανήλθαν σε 210 εκατ. ευρώ, χαμηλότερα από το 2007.
Το ειδικό τέλος «επιβαρύνει το σύνολο των λογαριασμών περιλαμβάνοντας τόσο τη φωνή όσο και τα δεδομένα και αποθαρρύνει τη χρήση και την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών. Η υπερφορολόγηση έχει ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να υπολείπεται έναντι των άλλων ευρωπαϊκών χωρών στη χρήση δεδομένων μέσω κινητών επικοινωνιών και την ανάπτυξη των αντίστοιχων υπηρεσιών και εφαρμογών».
Η χρήση δεδομένων μέσω κινητών επικοινωνιών «αποτελεί μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες τεχνολογίες με πολλαπλές εφαρμογές στην επιχειρηματικότητα και την οικονομία. Με βάση μελέτη της Deloitte κάθε διπλασιασμός της χρήσης δεδομένων έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,5%. Εφόσον η Ελλάδα συγκλίνει με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες στο χρήση δεδομένων, το ΑΕΠ της χώρας θα αυξηθεί κατά 0,8% ή €1,5 δισ.» Επιπρόσθετα, το ειδικό τέλος «περιορίζει τη χρηματοοικονομική δυνατότητα των παρόχων να πραγματοποιήσουν τις απαιτούμενες επενδύσεις για την ανάπτυξη δικτύων νέας γενιάς».
Σύμφωνα με την ΕΕΚΤ, «λαμβάνοντας υπόψη τις δευτερογενείς επιπτώσεις στη χρήση των υπηρεσιών και στο σύνολο των φόρων που προκύπτουν από τη δραστηριότητα των κινητών επικοινωνιών, η επίπτωση του υφιστάμενου ύψους του ειδικού τέλους στα δημόσια έσοδα είναι αρνητική. Ειδικότερα, με βάση μελέτη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών , χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα, το βέλτιστο για τα δημόσια έσοδα επίπεδο για το ειδικό τέλος (δηλαδή το επίπεδο που μεγιστοποιεί τα δημόσια έσοδα) είναι 30% χαμηλότερο από το υφιστάμενο ύψος του. Εάν ληφθούν υπόψη και τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα, το βέλτιστο για το δημόσιο επίπεδο για το ειδικό τέλος είναι 50% χαμηλότερο από το υφιστάμενο ύψος του».