Διεύρυνση της εισοδηματικής ανισότητας στη χώρα μας μεταξύ πληθυσμιακών ομάδων καταγράφει σχετική έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ.
Σύμφωνα με την έρευνα το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού της χώρας σε σχέση με εκείνο του φτωχότερου πληθυσμού ήταν μεγαλύτερο κατά 6,6 φορές.
Η οικονοµική ανισότητα μεταξύ των ατόµων ηλικίας 65 ετών και άνω μειώθηκε κατά 0,2 µονάδες σε σχέση με το 2015 και διαμορφώνεται στο 3,9 (4,1 το 2015), ενώ μεταξύ των ατόµων κάτω των 65 ετών διαμορφώνεται στο 7,5 παρουσιάζοντας µικρή άνοδο σε σχέση µε το 2015, που ήταν στο 7,4.
Από το 1994, έτος κατά το οποίο άρχισε η έρευνα, η συνολική ανισότητα µειώθηκε κατά 3,1 ποσοστιαίες µονάδες (37,4% το 1994).
Σύμφωνα επίσης με την ΕΛΣΤΑΤ τα στοιχεία της κατανοµής του εισοδήµατος σε τεταρτηµόρια εκφράζουν το ποσοστό του συνολικού εθνικού εισοδήµατος που κατέχει κάθε ένα από τέσσερα (ίσα) τµήµατα του πληθυσµού. Συγκεκριµένα, από τη συγκεκριμένη κατανομή προκύπτουν τα εξής:
- το 25% του πληθυσµού στο 1ο τεταρτηµόριο, µε το χαµηλότερο εισόδηµα, κατέχει το 8,9% του συνολικού εθνικού διαθέσιµου εισοδήµατος, ποσοστό αµετάβλητο σε σχέση µε το 2015.
- το 25% του πληθυσµού στο 4ο τεταρτηµόριο, µε το υψηλότερο εισόδηµα, κατέχει το 47,2% του συνολικού εθνικού διαθέσιµου εισοδήµατος, ποσοστό αµετάβλητο σε σχέση µε το 2015.
- το 50% του πληθυσµού στο 2ο και 3ο τεταρτηµόριο, µε µεσαία εισοδήµατα, κατέχουν το 43,9% του εθνικού διαθέσιµου εισοδήµατος, ποσοστό αµετάβλητο σε σχέση µε το 2015.
- το υψηλότερο ατοµικό ετήσιο εισόδηµα για το 1ο τεταρτηµόριο ανέρχεται σε 4.930 ευρώ.
- το χαµηλότερο ατοµικό ετήσιο εισόδηµα για το 4ο τεταρτηµόριο ανέρχεται σε 11.000 ευρώ.