Ποιες είναι οι τέσσερις αλλαγές στο σύστημα τεκμαρτής φορολόγησης που εξετάζει το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Οι παρεμβάσεις που προωθούνται για να μειωθούν οι προσαυξήσεις οι οποίες προκύπτουν από τα χρόνια της επαγγελματικής δραστηριότητας, από το ύψος του τζίρου της επιχείρησης και από τις δαπάνες για τη μισθοδοσία των εργαζομένων της. «Κλείδωσε» η απόφαση για την πλήρη κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος από την επόμενη χρονιά.
Σε τέσσερις άξονες αναμένεται να κινηθούν οι διορθώσεις στην τεκμαρτή φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών στις οποίες προσανατολίζεται να προχωρήσει από το 2025 η κυβέρνηση, χωρίς να αλλάζει τον πυρήνα προσδιορισμού του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος. Το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας δεν πρόκειται να υπαναχωρήσει στο θέμα του τρόπου φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών με βάση τα τεκμαρτά εισοδήματα, καθώς συνδέεται με τη μεταρρυθμιστική μάχη που δίνει για την πάταξη της φοροδιαφυγής. Ωστόσο, αναμένεται να προχωρήσει σε κάποιες απαραίτητες αλλαγές, ώστε να μην αισθάνονται «αδικημένοι» ορισμένοι εκ των επαγγελματιών, καθώς με βάση το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών καταγράφηκε δυσφορία από τη συγκεκριμένη επαγγελματική κατηγορία. Οι οριστικές αποφάσεις θα αξιολογηθούν όταν θα πέσει η αυλαία των φορολογικών δηλώσεων και εξαχθούν σαφή συμπεράσματα για τις βελτιώσεις που χρειάζεται να πραγματοποιηθούν.
Σύμφωνα με πληροφορίες της Realnews, οι παρεμβάσεις θα αφορούν:
- Τις προσαυξήσεις ανάλογα με τα χρόνια της επαγγελματικής δραστηριότητας.
- Το σύνολο της μισθοδοσίας των εργαζομένων.
- Το ύψος του τζίρου της επιχείρησης.
- Επιπλέον, δεν αποκλείεται να υπάρξει νομοθετική παρέμβαση για την επιβάρυνση που θα προκληθεί λόγω της νέας αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού.
Στο μικροσκόπιο
Οι διορθώσεις θα κινηθούν με βάση τα σημεία στα οποία έχουν καταγραφεί οι περισσότερες αντιδράσεις από τους ελεύθερους επαγγελματίες. Με το νέο σύστημα θεσπίζεται το τεκμήριο της ελάχιστης αμοιβής από την άσκηση ατομικής επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η ελάχιστη αμοιβή προσαυξάνεται ανάλογα με τα χρόνια της επαγγελματικής δραστηριότητας, το σύνολο της μισθοδοσίας και το ύψος του τζίρου της επιχείρησης. Αυτοί οι τρεις συντελεστές θα περάσουν από το μικροσκόπιο των στελεχών του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας συνδυαστικά με τα ευρήματα από τις φετινές φορολογικές δηλώσεις και, εφόσον εντοπιστούν σημεία αδικίας, θα διορθωθούν.
Συγκεκριμένα, για τον υπολογισμό της φορολογίας λαμβάνονται υπ’ όψιν:
α) Ο εκάστοτε ισχύων κατώτατος μισθός προσαυξημένος κατά 10% για κάθε τρία χρόνια επαγγελματικής δραστηριότητας μετά την πρώτη εξαετία ή ο ανώτερος ετήσιος μισθός που ο ελεύθερος επαγγελματίας καταβάλλει σε υπάλληλό του. Λαμβάνεται υπ’ όψιν το μεγαλύτερο από τα δύο ποσά, με ανώτατο όριο σε κάθε περίπτωση τα 30.000 ευρώ.
β) Το ύψος του τζίρου της επιχείρησης. Συγκεκριμένα, η προσαύξηση ανέρχεται στο 5% επί του ποσού κατά το οποίο ο κύκλος εργασιών του υπόχρεου υπερβαίνει τον μέσο ετήσιο κύκλο εργασιών του Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητας (ΚΑΔ). Οπως έχουν υποστηρίξει οι επαγγελματίες, η προσαύξηση που προβλέπεται με βάση τον μέσο όρο του τζίρου έκαστου ΚΑΔ δεν έχει λογική, αφού ακόμα και για ένα ευρώ να ξεπεράσει κάποια επιχείρηση τον μέσο κύκλο εργασιών του κλάδου της θα επιβαρυνθεί με αυτή. Ουσιαστικά, με τις προσαυξήσεις επί του τζίρου, ένα μέρος των εκπιπτουσών δαπανών των επιχειρήσεων φορολογείται έμμεσα.
γ) Παράλληλα, εφόσον η ατομική επιχείρηση απασχολεί υπάλληλο, το ποσό που προκύπτει συγκρίνεται με τις ετήσιες μεικτές αποδοχές του υψηλότερα αμειβόμενου υπαλλήλου και επιλέγεται το μεγαλύτερο εξ αυτών. Το ελάχιστο καθαρό εισόδημα ορίζεται κατ’ ανώτατο όριο σε 50.000 ευρώ και είναι το άθροισμα των τριών συντελεστών που προαναφέρθηκαν.
Παρέμβαση στον κατώτατο
Πρόσθετες αυξήσεις φέρνει η αύξηση του κατώτατου μισθού, ο οποίος αποτελεί τη βάση υπολογισμού του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος. Σε αυτό το πεδίο μπορεί να υπάρξει νομοθετική παρέμβαση ώστε να «παγώσει» η νέα αύξηση που θα επιβαρύνει περαιτέρω τους επαγγελματίες και κυρίως τους μικρούς. Η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού από τα 780 στα 830 ευρώ επιφέρει αυξήσεις της φορολογικής επιβάρυνσης των αυτοαπασχολούμενων το 2025 (για τα εισοδήματα του 2024), από 6,5% έως και 37%, σε σχέση με τον τεκμαρτό φόρο εισοδήματος που θα καταβάλουν φέτος. Για τα εισοδήματα του φορολογικού έτους 2023, το ύψος του ελάχιστου τεκμαρτού φορολογητέου εισοδήματος της παραπάνω περίπτωσης ανέρχεται σε 10.920 ευρώ. Για τα εισοδήματα του φορολογικού έτους 2024, τα οποία θα φορολογηθούν το 2025, το ύψος του ελάχιστου τεκμαρτού φορολογητέου εισοδήματος θα αυξηθεί σε 11.620 ευρώ. Παράλληλα, η αυτόματη αύξηση των τεκμαρτών καθαρών κερδών αφορά όλα τα ελάχιστα ποσά τεκμαρτού φορολογητέου εισοδήματος για όλες τις ατομικές επιχειρήσεις που λειτουργούν πάνω από τρία έτη. Ειδικότερα, το ύψος του ελάχιστου τεκμαρτού φορολογητέου εισοδήματος για κάθε αυτοαπασχολούμενο που έχει συμπληρώσει έξι έτη άσκησης του επαγγέλματός του και δεν έχει κανέναν υπάλληλο εργαζόμενο στην επιχείρησή του είναι ίσο με τον εκάστοτε ισχύοντα ετήσιο μεικτό κατώτατο μισθό του ιδιωτικού τομέα, υπολογιζόμενο σε 14μηνη βάση.
Επιχειρήσεις με προσωπικό
Για τις ατομικές επιχειρήσεις που απασχολούν προσωπικό εξετάζεται να υπάρξει ένας εξορθολογισμός της προσαύξησης. Σήμερα ισχύουν τα ακόλουθα:
Το ποσό ελάχιστου ετήσιου φορολογητέου εισοδήματος, όπως έχει προσδιοριστεί με βάση τα παραπάνω δεδομένα, συγκρίνεται με το ποσό του ανώτερου ετήσιου μισθού που καταβάλλεται στο προσωπικό. Το ποσό σύγκρισης δεν μπορεί να είναι υψηλότερο από 30.000 ευρώ. Οποιο από τα δύο συγκρινόμενα ποσά είναι μεγαλύτερο θα λαμβάνεται αυτό υπ’ όψιν για τον περαιτέρω αντικειμενικό προσδιορισμό του τελικού ελάχιστου φορολογητέου εισοδήματος. Το ελάχιστο ετήσιο φορολογητέο εισόδημα, όπως αυτό διαμορφώνεται με βάση τη σύγκριση της προηγούμενης παραγράφου, προσαυξάνεται περαιτέρω ως εξής:
– Κατά το 10% του ετήσιου κόστους μισθοδοσίας του προσωπικού (στο οποίο περιλαμβάνονται μισθοί, εργοδοτικές εισφορές, παροχές σε είδος) της επιχείρησης, με ανώτατο όριο προσαύξησης τα 15.000 ευρώ.
– Κατά το 5% της τυχόν επιπλέον διαφοράς του ετήσιου κύκλου εργασιών της επιχείρησης από τον μέσο όρο ετήσιου κύκλου εργασιών όλων των επιχειρήσεων που ασκούν την ίδια δραστηριότητα βάσει ΚΑΔ. Η προσαύξηση στην περίπτωση αυτή δεν υπολογίζεται όταν ο μέσος όρος του ετήσιου κύκλου εργασιών του αντίστοιχου ΚΑΔ δεν υπερβαίνει τα 10.000 ευρώ ή όταν το πλήθος των επιτηδευματιών που υπάγονται στον συγκεκριμένο ΚΑΔ δεν υπερβαίνει τους 30.
– Εφόσον το δηλούμενο εισόδημα του αυτοαπασχολούμενου είναι μεγαλύτερο από το ελάχιστο ετήσιο φορολογητέο εισόδημα, ως τελικό φορολογητέο εισόδημα λαμβάνεται υπ’ όψιν το δηλούμενο.
– Εφόσον το δηλούμενο εισόδημα είναι μικρότερο του ελάχιστου ετήσιου φορολογητέου εισοδήματος, ως τελικό φορολογητέο εισόδημα λαμβάνεται υπ’ όψιν το δεύτερο.
Η «παγίδα» του τεκμαρτού
Τα στοιχεία από τις φορολογικές δηλώσεις που έχουν υποβληθεί μέχρι στιγμής δείχνουν ότι ένας στους δύο ελεύθερους επαγγελματίες που έχει υποβάλει δήλωση «πιάστηκε» στα τεκμήρια και θα κληθεί να πληρώσει φόρο με βάση αυτά και όχι με βάση το εισόδημα που εμφάνισε στην εφορία, καθώς ήταν χαμηλότερο από εκείνο που προκύπτει από το νέο πλαίσιο φορολόγησης. Το 51% των επαγγελματιών φορολογείται με το τεκμαρτό εισόδημα, με το ραβασάκι της εφορίας να είναι «καυτό» πάρα το «κούρεμα» κατά 50% του τέλους επιτηδεύματος. Με βάση τις εκτιμήσεις του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, από τους 735.000 ελεύθερους επαγγελματίες οι 473.000, δηλαδή οι έξι στους δέκα, θα καταβάλουν μεγαλύτερο φόρο κατά μέσο όρο 1.444 ευρώ ο καθένας, 138.000 θα έχουν μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης κατά 560 ευρώ κατά μέσο όρο ο καθένας, ενώ 124.000 δεν θα έχουν ούτε επιβάρυνση ούτε ελάφρυνση. Σχεδόν οι μισοί επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι εμφανίζουν στη φορολογική τους δήλωση εισοδήματα πάνω από το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα, με αρμόδια στελέχη του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας να εκτιμούν ότι τα φετινά δηλωθέντα εισοδήματα θα είναι σημαντικά αυξημένα σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, όταν επτά στους δέκα επαγγελματίες δήλωναν εισοδήματα έως 10.000 ευρώ.