Στουρνάρας: “Βλέπει” ανάπτυξη 2,2% για το 2023 – Οι πηγές αβεβαιότητας

Γιάννης Στουρνάρας

Την εκτίμηση ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα τρέξει με ρυθμό 2,2% το 2023 εξέφρασε ο διοικητής της  Τράπεζας της Ελλάδα, Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στη Γενική συνέλευση των μετόχων.

«H ελληνική οικονομία προβλέπεται ότι θα συνεχίσει να αναπτύσσεται και το 2023 με ρυθμό πολύ πάνω από το μέσο όρο της Ευρωζώνης, αλλά σαφώς χαμηλότερο έναντι του 2022. Σύμφωνα με πιο πρόσφατες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται να αυξηθεί κατά 2,2% το 2023, καθώς η κατανάλωση και ιδιαίτερα οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά στην ανάπτυξη» σημείωσε ο κ. Στουρνάρας.

«Ειδικότερα, η εξομάλυνση της καταναλωτικής ζήτησης, οι χαμηλοί ρυθμοί ανόδου του πραγματικού εισοδήματος των νοικοκυριών και η αύξηση των επιτοκίων αναμένεται να οδηγήσουν σε ήπια αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Παράλληλα, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την πορεία των επενδύσεων είναι ιδιαίτερα ευοίωνες, καθώς εκτός από την αύξησή τους σε χρηματικούς όρους προβλέπεται και η ποιοτική τους αναβάθμιση, δεδομένου ότι ολοένα μεγαλύτερο ποσοστό θα αφορά υποδομές (ιδίως στην παραγωγή πράσινης ενέργειας) με υψηλή προστιθέμενη αξία. Η προς τα άνω αναθεώρηση της πρόβλεψης για το ρυθμό ανάπτυξης το 2023 έναντι προηγούμενων εκτιμήσεων οφείλεται στη  μεταφερόμενη δυναμική (carryover effect) για το τρέχον έτος με βάση την καλύτερη επίδοση της οικονομίας το 2022»  συμπλήρωσε.

Για τον πληθωρισμό

Ο Γιάννης Στουρνάρας μίλησε και για το θέμα του πληθωρισμού. «Ο πληθωρισμός, βάσει του ΕνΔΤΚ, αναμένεται να αποκλιμακωθεί σημαντικά το 2023, αλλά να παραμείνει σε σχετικώς υψηλά επίπεδα. Πιο συγκεκριμένα, ο ρυθμός μεταβολής του ΕνΔΤΚ εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 4,4% το τρέχον έτος.

Η εξέλιξη αυτή βασίζεται στην αναμενόμενη κάμψη των τιμών της ενέργειας, καθώς και στην αρνητική επίδραση της βάσης σύγκρισης. Σημειώνεται ότι ο γενικός πληθωρισμός θα διαμορφωθεί κυρίως από τον πληθωρισμό των ειδών διατροφής και από την πορεία των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών, με την ενεργειακή συνιστώσα να αναμένεται σε αρνητικά επίπεδα (λόγω της έντονης αποκλιμάκωσης των τιμών της ενέργειας και των επιδράσεων βάσης). Ο πυρήνας του πληθωρισμού εκτιμάται ότι θα παραμείνει εξίσου υψηλός και το 2023, λόγω της ενσωμάτωσης έντονων πληθωριστικών πιέσεων από τις συνιστώσες των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών, συνεχίζοντας τη σύγκλιση με το γενικό πληθωρισμό που παρατηρήθηκε κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2022»  είπε.

Και συνέχισε λέγοντας πως  « Η επιβράδυνση της οικονομικής δυναμικής αναμένεται να επηρεάσει την παραγωγικότητα, ενώ οι μισθολογικές αυξήσεις θα έχουν επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Ειδικότερα, το 2023 προβλέπεται ότι η άνοδος της απασχόλησης, αλλά και του ΑΕΠ, θα επιβραδυνθεί σημαντικά, ενώ αξιόλογη θα είναι η επιτάχυνση της αύξησης των αποδοχών, με αποτέλεσμα στασιμότητα της παραγωγικότητας και αισθητή άνοδο του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Το 2023 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ) προβλέπεται να μειωθεί τόσο ως απόλυτο μέγεθος όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ, αν και θα παραμείνει σε υψηλό επίπεδο.

Η αναμενόμενη αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας σε συνδυασμό με την επιβράδυνση της εγχώριας καταναλωτικής δαπάνης θα έχουν ανασχετικό ρόλο στις εισαγωγές αγαθών. Παράλληλα, η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας –έστω και με επιβραδυνόμενο ρυθμό– θα έχει θετική επίδραση στις ελληνικές εξαγωγές αγαθών. Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές αγαθών αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται, αν και με βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με το 2022, ανταποκρινόμενες στην αύξηση της εξωτερικής ζήτησης.  Το ισοζύγιο υπηρεσιών αναμένεται επίσης να καταγράψει μικρή βελτίωση, λόγω της εκτιμώμενης αύξησης των ταξιδιωτικών εισπράξεων, οι οποίες ωστόσο θα επηρεαστούν από τις εξελίξεις του διαθέσιμου εισοδήματος στις κύριες αγορές προέλευσης ταξιδιωτών. Από την άλλη πλευρά, η ηπιότερη ζήτηση πρώτων υλών σε σχέση με το 2022 και η ενίσχυση του ευρώ έναντι του δολαρίου ΗΠΑ αναμένεται να συγκρατήσουν το πλεόνασμα στο ισοζύγιο μεταφορών. Παράλληλα, η χρηματοδότηση από ευρωπαϊκούς πόρους, στο βαθμό που λαμβάνει τη μορφή επιχορηγήσεων (π.χ. κονδύλια NGEU), θα έχει άμεση θετική επίδραση στο ΙΤΣ, μέσω των ισοζυγίων πρωτογενών και δευτερογενών εισοδημάτων. Επίσης, οι ξένες άμεσες επενδύσεις αναμένεται να διατηρήσουν τη θετική τους πορεία, αντανακλώντας την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, τις εισροές από τα ευρωπαϊκά ταμεία, καθώς και τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος ».

Ποιες είναι οι προβλέψεις για το πρωτογενές πλεόνασμα

« Η κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής εκτιμάται ότι θα είναι περιοριστική και το 2023, καθώς προβλέπεται περαιτέρω βελτίωση του πρωτογενούς αποτελέσματος, συμβάλλοντας στην περαιτέρω αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία και τις παρεμβάσεις που έχουν εξαγγελθεί, το 2023 προβλέπεται επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 0,7% του ΑΕΠ ύστερα από τρία συνεχόμενα έτη ελλειμμάτων. Η προσαρμογή βασίζεται κυρίως στην απόσυρση των έκτακτων παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας και στη μείωση του μεγέθους των ενεργειακών μέτρων, τα οποία αντισταθμίζονται μόνο μερικώς
από την υιοθέτηση λοιπών δημοσιονομικών μέτρων. Το χρέος της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω σε 162,5% του ΑΕΠ το 2023, χάρη στη μειωτική συμβολή της διαφοράς μεταξύ του έμμεσου επιτοκίου δανεισμού και του ρυθμού μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ (snowball effect), ενώ ευνοϊκή συμβολή θα έχει και η συνιστώσα του πρωτογενούς δημοσιονομικού αποτελέσματος, για πρώτη φορά από το 2019 »είπε μεταξύ άλλων .

Οι πηγές αβεβαιότητας

Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι τρέχουσες προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία περιβάλλονται από υψηλή αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι παραμένουν αυξημένοι:

α) Μια πιθανή κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων ή του πολέμου στην Ουκρανία ενδέχεται να προκαλέσει διατήρηση του πληθωρισμού και των διεθνών τιμών ενέργειας σε υψηλά επίπεδα για μεγαλύτερο διάστημα. Κατ’ επέκταση, ο κίνδυνος στασιμοπληθωρισμού είναι ιδιαίτερα αυξημένος στην Ευρώπη, που είναι μεγάλος καθαρός εισαγωγέας ενέργειας και έχει υποστεί σοβαρό πλήγμα από τη δυσμενή γι’ αυτήν μεταβολή των όρων εμπορίου.

β) Μια επιδείνωση των τάσεων γεωπολιτικού κατακερματισμού οι οποίες παρατηρούνται στο διεθνές εμπόριο θα οδηγήσει σε οπισθοδρόμηση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, επιδείνωση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης και αύξηση των τιμών.

γ) Περαιτέρω διαταράξεις στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες και την ενεργειακή επάρκεια θα δημιουργήσουν την ανάγκη για περιφερειακές λύσεις, θέτοντας ζητήματα στρατηγικής
αυτονομίας και επιτείνοντας την αβεβαιότητα για τη δυναμική του διεθνούς εμπορίου.

δ) Μια απότομη ή γενικευμένη επανεκτίμηση των χρηματοπιστωτικών κινδύνων ενδέχεται να προκαλέσει αναζωπύρωση των κινδύνων δημοσιονομικής βιωσιμότητας και μια νέα κρίση χρέους, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες οικονομίες.

Οι κίνδυνοι για τις προοπτικές της οικονομίας της Ευρωζώνης εστιάζονται κυρίως στις γεωπολιτικές εξελίξεις και στη μεταβλητότητα των διεθνών τιμών της ενέργειας.

Ο κίνδυνος διακοπής του ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρώπης παραμένει αυξημένος, ιδίως για το 2023- 24, εάν ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας παραταθεί ή κλιμακωθεί, καθώς και εάν συνδυαστεί με μεγαλύτερη ζήτηση ενέργειας εκ μέρους της Κίνας. Επίσης, μια απότομη χειροτέρευση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών μπορεί να έχει δυσμενείς επιδράσεις στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αλλά και στη δυναμική του δημόσιου χρέους σε πολλά κράτη-μέλη.

Μια πιθανή απότομη διόρθωση των τιμών στις αγορές ακινήτων εν μέσω αυξανόμενων επιτοκίων δανεισμού θα περιορίσει περαιτέρω την εγχώρια ζήτηση.

Επιπλέον, η διατήρηση πληθωριστικών πιέσεων για μεγαλύτερο του αναμενόμενου χρονικό διάστημα, εξαιτίας πιθανών δευτερογενών επιδράσεων στους μισθούς ή νέων αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας, θα ενισχύσει τον κίνδυνο διαμόρφωσης υψηλότερων πληθωριστικών προσδοκιών και πιο επίμονων αυξήσεων στον πυρήνα του πληθωρισμού. Στον αντίποδα, η ταχύτερη της αναμενόμενης αποκλιμάκωση του πληθωρισμού λόγω της αποτελεσματικής νομισματικής πολιτικής και η μεγαλύτερη ανθεκτικότητα της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων, χάρη στην αξιοποίηση του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NGEU, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε χαμηλότερο πληθωρισμό και υψηλότερη ανάπτυξη.

Όσον αφορά την πορεία του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ, αυτή υπόκειται σε σημαντικούς κινδύνους. Ανοδικοί κίνδυνοι θα μπορούσαν να υλοποιηθούν βραχυπρόθεσμα εάν
υπάρξει περαιτέρω περιορισμός της προσφοράς ενέργειας και αύξηση των λιανικών τιμών της. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πιέσεις στο γενικό επίπεδο των τιμών παραμένουν ισχυρές, εν μέρει
διότι οι προηγηθείσες αυξήσεις στο ενεργειακό κόστος επηρεάζουν πλέον ένα προοδευτικά ευρύτερο σύνολο προϊόντων. Μεσοπρόθεσμα οι κίνδυνοι όσον αφορά τις προοπτικές του πληθωρισμού είναι συνυφασμένοι με τα ενδεχόμενα:

α) συρρίκνωσης του παραγωγικού δυναμικού στη ζώνη του ευρώ,

β) αύξησης του προσδοκώμενου πληθωρισμού πάνω από το στόχο της
ΕΚΤ,

γ) μισθολογικών αυξήσεων πέραν των αναμενόμενων,

δ) περαιτέρω ανόδου των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων,

ε) ενίσχυσης του βαθμού στον οποίο οι αυξήσεις των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων μετακυλίονται στους τελικούς καταναλωτές.

Από την άλλη πλευρά, εάν η συνολική ζήτηση και το κόστος της ενέργειας υποχωρήσουν, οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές θα αμβλυνθούν μεσοπρόθεσμα.

Σε ένα διεθνές περιβάλλον πιο περιοριστικής κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής και υψηλής αβεβαιότητας, η διασφάλιση συνθηκών χρηματοπιστωτικής σταθερότητας επιβάλλει εγρήγορση από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Στην πρόσφατη αναταραχή στις αγορές κεφαλαίων συνετέλεσαν –μεταξύ άλλων– και οι ανησυχίες σχετικά με την επίδραση των αυξήσεων των επιτοκίων, τόσο στην πλευρά του παθητικού όσο και στην πλευρά του ενεργητικού των λογιστικών καταστάσεων των τραπεζών.

Η έκθεση μιας τράπεζας στον επιτοκιακό κίνδυνο εξαρτάται από το επιχειρηματικό μοντέλο της, καθώς και από τις εποπτικές πρακτικές. Κατά κανόνα, η άνοδος των επιτοκίων επιφέρει απώλειες στα χαρτοφυλάκια ομολόγων των τραπεζών, καθώς τα υψηλότερα επιτόκια επιδρούν αρνητικά στις τιμές των υφιστάμενων ομολόγων,
ενώ η μείωση είναι μεγαλύτερη για ομόλογα μακράς διάρκειας. Ωστόσο, στο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων του χαρτοφυλακίου τους, οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να προβούν σε πράξεις
αντιστάθμισης του επιτοκιακού κινδύνου, ώστε να περιορίσουν τυχόν απώλειες.

Σε επίπεδο Ευρωζώνης, παρά το γεγονός ότι η αύξηση των επιτοκίων αναμένεται να επηρεάσει θετικά τα έσοδα των τραπεζών, το ισχυρό εποπτικό πλαίσιο και η εργαλειοθήκη της ΕΚΤ παρέχουν εχέγγυα για τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε περίπτωση που υπάρξουν ανησυχίες για την αρνητική επίπτωση της αυστηροποίησης της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής στα χαρτοφυλάκια ομολόγων και στην ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου. Συνολικά, η τάση διατήρησης χαμηλότερων αποτιμήσεων στην αγορά των ομολόγων αναμένεται να διαρκέσει, όσο η ΕΚΤ εφαρμόζει την πολιτική αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής με την αύξηση των βασικών επιτοκίων της σταδιακά σε επίπεδα που θα διασφαλίσουν την επαναφορά του πληθωρισμού στο μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Επιπρόσθετα, αρνητικά αναμένεται να συμβάλει η διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος προσδοκιών υψηλών επιτοκίων, πληθωριστικών πιέσεων και αυξημένων γεωπολιτικών κινδύνων.

Ωστόσο, ο τραπεζικός τομέας στη ζώνη του ευρώ παραμένει ανθεκτικός, διαθέτοντας ισχυρούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας. Παράλληλα, η εργαλειοθήκη πολιτικής που διαθέτει η ΕΚΤ είναι πλήρως εξοπλισμένη για να παρέχει στήριξη σε ρευστότητα στο
χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρωζώνης, αν χρειαστεί, και για να διαφυλάξει την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Όσον αφορά την ελληνική οικονομία, η διατήρηση ικανοποιητικού ρυθμού ανάπτυξης το επόμενο διάστημα αποτελεί την κυριότερη πρόκληση.

Αναλυτικότερα, καθοδικούς κινδύνους για το ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αποτελούν:

α) η επιδείνωση του εξωτερικού περιβάλλοντος λόγω δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων,

β) ο υψηλότερος και πιο επίμονος πληθωρισμός,

γ) μια ενδεχόμενη παρατεταμένη εκλογική περίοδος που θα εντείνει την πολιτική αβεβαιότητα,

δ) ο χαμηλότερος του αναμενόμενου ρυθμός απορρόφησης των κονδυλίων του NGEU,

ε) η διακοπή της υλοποίησης μεταρρυθμίσεων ή η αντιστροφή παλαιότερων μεταρρυθμιστικών αλλαγών, με αρνητικές επιπτώσεις στην ενίσχυση της παραγωγικότητας της οικονομίας και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, και

στ) η εμφάνιση μιας νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων, λόγω της αύξησης των επιτοκίων και της ενεργειακής κρίσης, μετά τη σταδιακή κατάργηση των μέτρων κρατικής στήριξης. Από την άλλη πλευρά, ανοδικά στο ρυθμό ανάπτυξης θα μπορούσαν να επιδράσουν μια ενδεχόμενη ταχύτερη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και οι καλύτερες από τις αναμενόμενες επιδόσεις του
τουρισμού.

Στο δημοσιονομικό πεδίο, οι αυξημένες δημοσιονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν αρκετές ευρωπαϊκές χώρες απαιτούν δημοσιονομική σύνεση και υπευθυνότητα. Σε ένα διεθνές περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων, η προσήλωση στη μείωση των πρωτογενών ελλειμμάτων εξακολουθεί να είναι κρίσιμης σημασίας, καθώς η αύξηση του κόστους δανεισμού και η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης περιορίζουν τη θετική συμβολή της διαφοράς έμμεσου επιτοκίου-ονομαστικού ρυθμού ανάπτυξης, αποδυναμώνοντας σταδιακά την αρχικά ευεργετική
επίδραση του πληθωρισμού στη μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ.

Κατά συνέπεια, χρειάζεται δημοσιονομική σύνεση ώστε να μην υπονομευθεί η πτωτική τροχιά του δημόσιου χρέους και να αποφευχθεί μια πιθανή νέα κρίση δανεισμού.

Ειδικότερα στην περίπτωση της Ελλάδος, μετά την ομαλή έξοδο από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, είναι σημαντικό να διαφυλαχθεί η δημοσιονομική αξιοπιστία, καθώς η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών της χώρας αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την αναβάθμιση της πιστοληπτικής της αξιολόγησης. Μακροπρόθεσμα, υπάρχει αυξημένη αβεβαιότητα ως προς τη δυναμική του δημόσιου χρέους, καθώς η σταδιακή αναχρηματοδότηση του συσσωρευμένου χρέους προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράς και τον κίνδυνο αναχρηματοδότησης.

Όσον αφορά τον τραπεζικό τομέα, οι προοπτικές για την εξέλιξη της πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα το 2023 επηρεάζονται αρνητικά από την αυστηροποίηση της
νομισματικής πολιτικής και την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, παρά τη στήριξη που παρέχεται από ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία. Πιο συγκεκριμένα, ο ανοδικός κύκλος των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ θα επηρεάσει τα τραπεζικά επιτόκια χορηγήσεων, ιδίως προς τα νοικοκυριά όπου ο βαθμός ενσωμάτωσης των επιτοκίων της αγοράς είναι μεγαλύτερος. Η αύξηση του κόστους των πιστώσεων θα περιορίσει την ικανότητα αποπληρωμής εκ μέρους των δανειοληπτών του ιδιωτικού τομέα με δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, ιδιαίτερα των νοικοκυριών, το πραγματικό εισόδημα των οποίων έχει ήδη συμπιεστεί από τον πληθωρισμό.

Παράλληλα, η επικείμενη επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας το 2023 θα αυξήσει τον πιστωτικό κίνδυνο των ΜΧΕ και των νοικοκυριών, λόγω της επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης. Επιπρόσθετα, η ανάγκη παρακολούθησης του κινδύνου δημιουργίας νέων επισφαλών δανείων το 2023, ως αποτέλεσμα της ενεργειακής κρίσης, επίσης συντελεί σε συγκράτηση των χορηγήσεων εκ μέρους των τραπεζών. Συνολικά, ο ετήσιος ρυθμός ανόδου της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις ΜΧΕ αναμένεται να μειωθεί, αλλά θα παραμείνει σε εύρωστα επίπεδα, καθώς θα ενισχυθεί από τα χαμηλότοκα τραπεζικά δάνεια συγχρηματοδότησης που δημιουργούνται μέσω των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων (ΕΣΠΑ, NGEU).

Η έκθεση των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών στον επιτοκιακό κίνδυνο είναι περιορισμένη. Πιο συγκεκριμένα, τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου που διακρατούνται στα
χαρτοφυλάκια των τραπεζών και αποτιμώνται στην τρέχουσα αξία τους επηρεάζονται αρνητικά από την υποχώρηση των τιμών σε περιβάλλον ανόδου των βασικών επιτοκίων. Ωστόσο, το
μεγαλύτερο ποσοστό (περίπου 80%) του εν λόγω χαρτοφυλακίου αφορά τίτλους που διακρατούνται μέχρι τη λήξη τους (held to maturity) και άρα δεν επηρεάζονται από τις μεταβολές των
τιμών τους, ενώ ταυτόχρονα επισημαίνεται ότι οι τράπεζες εφαρμόζουν και πολιτικές αντιστάθμισης του επιτοκιακού κινδύνου. Παρ’ όλα αυτά, ο επιτοκιακός κίνδυνος θα μπορούσε να καταστεί σημαντικός εάν οι τράπεζες υποχρεωθούν σε πώληση των συγκεκριμένων τίτλων για την άντληση ρευστότητας. Γι’ αυτό το λόγο είναι σημαντική η διατήρηση των συνθηκών ρευστότητας του τραπεζικού τομέα, με τη στήριξη των νομισματικών αρχών, ώστε να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Τέλος, η βελτίωση της κεφαλαιακής βάσης των ελληνικών τραπεζών παραμένει μια σημαντική πρόκληση για τον κλάδο, ιδιαίτερα στο τρέχον περιβάλλον μεταβαλλόμενων διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών. Η ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών παραμένει σχετικά χαμηλή, καθώς το μεγαλύτερο μέρος (52%) των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων αφορά οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις.

Παράλληλα, η αύξηση των επιτοκίων συνεπάγεται αύξηση των δαπανών για τόκους σε μια συγκυρία που οι τράπεζες θα πρέπει να σημειώσουν πρόοδο προς την κάλυψη των Ελάχιστων Απαιτήσεων Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL), μέσω νέων εκδόσεων ομολόγων. Απαιτείται επομένως ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης και βελτίωση της οργανικής κερδοφορίας. Μια ενδεχόμενη αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία θα είναι ιδιαίτερα σημαντική για τις τράπεζες, καθώς, μέσω και της συνακόλουθης αναβάθμισής τους, θα συνεπάγεται συγκράτηση του κόστους δανεισμού τους. Ακόμη, η αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής και η υιοθέτηση νέων, ψηφιακών τεχνολογιών αποτελούν πρόσθετες προκλήσεις για τον εγχώριο τραπεζικό τομέα.

Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία του κ. Στουρνάρα  εδώ

 

Exit mobile version