Την άποψη ότι η ελληνική οικονομία έχει πλέον ξεπεράσει τους κινδύνους των τελευταίων ετών, αλλά δεν βρίσκεται ακόμα σε καθεστώς πλήρους ασφάλειας εκφράζει σε συνέντευξή της στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η αναπληρώτρια διευθύντρια του Ινστιτούτου Bruegel των Bρυξελλών, Μαρία Δεμερτζή.
Συγχρόνως, η κ. Δεμερτζή επισημαίνει ότι η Ελλάδα είναι ακόμα σε αναζήτηση ενός σταθερού μοντέλου ανάπτυξης προκειμένου να προστατευτεί από ενδεχόμενα μελλοντικά σοκ.
Για την Ελληνίδα ερευνήτρια ενός από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά think tanks, η Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικά η Ευρωζώνη βρίσκονται σε μια περίοδο που δεν είναι εύφορο το έδαφος για σημαντικές αλλαγές στην κατεύθυνση της περαιτέρω ενοποίησης. Όπως σημειώνει, ο βασικός λόγος είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών-μελών καθώς και των πολιτών απέναντι στους θεσμούς.
To Brexit είναι μία από τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει αυτή τη στιγμή η Ευρώπη, ωστόσο, σύμφωνα με την κ. Δεμερτζή η προετοιμασία που έχει γίνει, θα μειώσει σημαντικά τις οικονομικές επιπτώσεις για τα κράτη-μέλη, ακόμα και στην περίπτωση της μη συντεταγμένης αποχώρησης.
Η συνέντευξη της κ. Δεμερτζή στο ΑΠΕ-ΜΠΕ
Μετά από οκτώ χρόνια η Ελλάδα βρίσκεται επιτέλους εκτός μνημονίου και η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε τροχιά ανάκαμψης. Πιστεύετε ότι έχουν ξεπεραστεί οι βασικοί κίνδυνοι;
Ναι, οι βασικοί κίνδυνοι έχουν ξεπεραστεί αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είμαστε εκτός κινδύνου. Οι κίνδυνοι για την Ελλάδα παραμένουν και μάλιστα η δυνατότητα ανάπτυξης για τη χώρα δεν είναι κάτι εύκολο. Το καινούργιο παραγωγικό μοντέλο, για παράδειγμα, είναι το πιο βασικό ζήτημα κατά την άποψή μου. Ποια είναι η κατεύθυνση που θέλει να ακολουθήσει η Ελλάδα σχετικά με την ανάπτυξη; Σε αυτό έχει μεγάλη σημασία να αναπτύξει μια στρατηγική γνώμη. Μόνο έτσι θα μπορέσει να πείσει τα ξένα κεφάλαια να έρθουν να επενδύσουν. Προς το παρόν η θεσμική οργάνωση στην Ελλάδα είναι αυτό που πρέπει να βελτιωθεί. Δεν υπάρχει καλή θεσμική οργάνωση για να βοηθήσει τους επενδυτές να πουν ότι υπάρχει αυτή η σιγουριά στην Ελλάδα ότι θα μπορέσουν να αποδώσουν οι επενδύσεις τους. Οπότε, παρ’ όλο που πιστεύω ότι έχουμε βγει εκτός κινδύνου, αυτό δε σημαίνει ότι υπάρχει σταθερό μοντέλο ανάπτυξης το οποίο πείθει τους ξένους επενδυτές.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι μέσα στα επόμενα χρόνια θα υπάρξει ακόμα ένα σοκ στην ευρωπαϊκή οικονομία, με θύματα και πάλι χώρες όπως η Ελλάδα. Εσείς πιστεύετε ένα τέτοιο σενάριο και από πού θα μπορούσε να προέλθει;
Είναι αδύνατο κανείς να μπορέσει να προβλέψει τι σοκ θα υπάρχουν στην παγκόσμια οικονομία. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι το σοκ που μελλοντικά θα υπάρξει, δε θα είναι το ίδιο με αυτό που έχουμε δει. Κατά την άποψή μου οι κίνδυνοι που υπάρχουν αυτή τη στιγμή είναι περισσότερο ψηφιακοί. Δηλαδή ο επόμενος κίνδυνος θα έρχεται από αυτήν την κατηγορία. Τώρα πόσο προετοιμασμένοι είμαστε, αυτό διαφέρει από χώρα σε χώρα και είναι γεγονός ότι οι αδύναμοι κρίκοι είναι αυτοί που θα υποστούν το μεγαλύτερο κίνδυνο, όπως άλλωστε έγινε και στην προηγούμενη κρίση. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που δεν ήταν καλά προετοιμασμένη για τέτοιου είδους κινδύνους και παραμένει ευάλωτη. Εφόσον δεν υπάρχει αναπτυξιακό μοντέλο, εφόσον δεν υπάρχει μεγάλο περιθώριο μακροοικονομικής πολιτικής, η Ελλάδα παραμένει ένας κρίκος που είναι αδύναμος σε οποιοδήποτε σοκ μας χτυπήσει στο μέλλον. Τώρα, ούτε ξέρω τι είδους σοκ θα υπάρξει ούτε πότε θα υπάρξει. Δε νομίζω ότι είναι λογικό να κάνει κανείς τέτοιου είδους προβλέψεις. Αυτό που όμως είναι απαραίτητο είναι να καταφέρουμε να μεγαλώσουμε την ευλυγισία της οικονομίας έτσι ώστε να μπορέσει να αντέξει σε ενδεχόμενους νέους κινδύνους.
Η εμβάθυνση της Ευρωζώνης είναι ένα θέμα που συζητιέται καιρό τώρα και που για ορισμένους είναι το κλειδί για την πολυπόθητη σύγκλιση μεταξύ των κρατών-μελών αλλά και για χώρες όπως η Ελλάδα, προκειμένου να αποφευχθεί μια νέα κρίση. Πιστεύετε ότι τα βήματα που έχουν γίνει μέχρι στιγμής είναι αρκετά φιλόδοξα;
Τα βήματα που έχουν γίνει μέχρι στιγμής είναι πολύ ενθαρρυντικά. Η δημιουργία της τραπεζικής ένωσης και μόνο, παρόλο που δεν έχει κλείσει αυτό το κεφάλαιο, είναι από τα μεγαλύτερα βήματα που έχει κάνει η Ευρώπη και μάλιστα σε ραγδαία ταχύτητα. Αν σκεφτεί κανείς ότι μας πήρε μόνο τρία χρόνια για να χτίσουμε την τραπεζική ένωση -εξαρτάται βέβαια από πότε ξεκινάμε να μετράμε- είναι πολύ μεγάλη πρόοδος για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, για κάτι που δημιουργεί δηλαδή θεσμική διαφορά. Παρόλα αυτά νομίζω πως ο βαθμός συμφωνίας μεταξύ των χωρών σχετικά με το ποιο είναι το μέλλον είναι πολύ μικρός αυτή τη στιγμή. Οι διαφωνίες είναι ουσιαστικές σχετικά με την εμβάθυνση της ενοποίησης και οι χώρες έχουν την τάση να κοιτάνε περισσότερο εσωτερικά παρά εξωτερικά. Δηλαδή ό, τι μεταρρυθμίσεις εφαρμόζονται, είναι περισσότερο εσωτερικές παρά ευρωπαϊκές.
Πιστεύετε ότι χρειάζεται μεγαλύτερο θάρρος από κάποιες χώρες;
Δεν υπάρχει ούτε μεγάλη θέληση, ούτε μεγάλη υπομονή για περισσότερη συνεργασία στην Ευρώπη, το οποίο είναι βέβαια απαισιόδοξο κατά την άποψή μου και είναι και μη ενθαρρυντικό. Θα ήλπιζα σε διαφορετική τάση για τη μεταρρύθμιση της ΕΕ. Παρόλα αυτά σε τέτοιου είδους στιγμές είναι προτιμότερο να μην σπρώχνουμε το σύστημα περισσότερο από αυτό που αντέχει. Γιατί είναι πιθανό να υπάρξουν και ατυχήματα στο δρόμο μας. Είναι λίγο δύσκολο αυτήν τη στιγμή, δεδομένου ότι η πολιτική ατμόσφαιρα είναι τόσο τεταμένη, να σπρώχνουμε προς αυτήν την κατεύθυνση χωρίς πραγματικά να λαμβάνουμε υπόψη τι είναι αυτό που οι χώρες μπορούν να δώσουν. Πιστεύω πως προτεραιότητα πρέπει να είναι η αποσυμπίεση του συστήματος. Δηλαδή αν κοιτάξει κανείς την Ευρώπη ως ένα σύστημα το οποίο πιέζεται, πρέπει να βρούμε τρόπους αποσυμπίεσης. Αυτό σημαίνει ότι εσωτερικά πρέπει να κάνουμε ορισμένες μεταρρυθμίσεις. Όλες οι χώρες, σε διαφορετικό, ίσως, βαθμό, προκειμένου να αυξηθεί η ευελιξία των οικονομιών και από κει και πέρα ο βαθμός συνεργασίας να παραμείνει σταθερός. Γιατί υπάρχει ο κίνδυνος οπισθοδρόμησης, κάτι που θα είναι μεγάλη καταστροφή. Κι όταν οι συνθήκες βελτιωθούν, τότε να κοιτάξουμε ποιος είναι ο τρόπος να προχωρήσει η εμβάθυνση της ενοποίησης. Αυτήν τη στιγμή δεν βρίσκω ότι το έδαφος είναι εύφορο. Οι χώρες είναι κουρασμένες και από την κρίση και από άλλα εξωτερικά προβλήματα, μεταξύ των οποίων και το Brexit και αυτή η στιγμή δεν είναι η κατάλληλη νομίζω για να συζητήσουμε σοβαρά αυτά τα θέματα.
Η συζήτηση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, συνδέεται επίσης και με τις επερχόμενες Ευρωεκλογές. Σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχουν φόβοι ότι στο επόμενο Ευρωκοινοβούλιο τα ποσοστά της ακροδεξιάς θα είναι ανεβασμένα. Πιστεύετε ότι η ΕΕ μπορεί να κάνει κάτι για να αποφύγει κάτι τέτοιο;
Καταρχάς να πω ότι θα ήταν περίεργο αν η δομή του Ευρωκοινοβουλίου ήταν διαφορετική από αυτή των εθνικών κοινοβουλίων. Εφόσον στις χώρες παρατηρούμε ότι υπάρχει αυτή η τάση προς τα άκρα, θα ήταν περίεργο το Ευρωκοινοβούλιο να μην έχει την ίδια τάση, γιατί το ίδιο κοινό αντιπροσωπεύει. Αυτή τη στιγμή το πρόβλημα είναι πιο βαθύ. Στο εσωτερικό των χωρών της ΕΕ, το κοινό στρέφεται προς πιο ακραίες θέσεις σχετικά με θέματα κοινωνικά αν όχι οικονομικά. Τώρα γιατί γίνεται αυτό και τι μπορεί να κάνει η κάθε χώρα και η ΕΕ είναι το μεγάλο ζητούμενο. Ο βαθμός εμπιστοσύνης που υπάρχει μεταξύ των χωρών και έναντι των θεσμών είναι μικρός αυτή τη στιγμή. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να πάμε μπροστά, δεν υπάρχει τάση συνεργασίας. Αυτό είναι που πρέπει να βρούμε. Γιατί δεν υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ των χωρών, τί είναι αυτό που κατά βάθος δεν εμπιστευόμαστε και δε θέλουμε περαιτέρω συζητήσεις; Αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα και δεν είναι απλό. Αλλά κατά την άποψή μου είναι μείζον θέμα η απάντηση στην ερώτηση που οδεύουμε πολιτικά, ποιος είναι ο βαθμός συνεργασίας στον οποίον μπορούμε να φτάσουμε και που θα καταλήξουμε.
Τα τελευταία χρόνια η ΕΕ χτυπήθηκε από πολλαπλές κρίσεις, πιστεύετε ότι έγιναν λάθη που οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα;
Τα προβλήματα ήταν μεγάλα και ήρθαν όλα μαζί. Καταρχάς η χρηματοοικονομική κρίση ήταν η μεγαλύτερη των τελευταίων εκατό χρόνων. Από μόνο του αυτό το πλήγμα ήταν πολύ βαθύ. Εκτός από αυτό είχαμε και την ευρωπαϊκή κρίση σε θέματα δημοσιονομικά και επιπλέον το προσφυγικό και τους πολέμους στις γειτονικές χώρες. Όλα αυτά δημιούργησαν ένα φόβο. Γι΄αυτό και αυτή τη στιγμή η τάση του μέσου πολίτη είναι αμυντική. Κι όταν κάποιος αμύνεται, δεν κοιτάει το μέλλον με τον τρόπο που θα έπρεπε. Κοιτάει το άμεσο μέλλον και πώς θα μπορέσει να προστατέψει τα κεκτημένα. Αυτό είναι κατά την άποψή μου που πρέπει να ξεπεραστεί τώρα και αυτό που χρειάζεται είναι χρόνος και να μην έχουμε ατυχήματα. Γιατί αυτά δεν αποκλείονται. Εάν κάποια χώρα βγει από την ΕΕ, όπως βλέπουμε τώρα τη Βρετανία, ή από το ευρώ ακόμα χειρότερα, θα ήταν μεγάλη καταστροφή για το ευρωπαϊκό ιδανικό.
Αναφερθήκατε στο Brexit. Αυτή τη στιγμή το χάος του Brexit βρίσκεται στο απόγειό του. Σε ό,τι αφορά το οικονομικό κλίμα έχουν ήδη φανεί αρνητικά σημάδια και πόσο θα επηρέαζε τελικά την ευρωπαϊκή οικονομία μια μη συντεταγμένη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου;
Είμαι σίγουρη ότι θα την επηρεάσει. Δε θα είναι όμως καταστροφική η έξοδος της Βρετανίας από την ΕΕ. Είναι κάτι το οποίο μπορούμε να ελέγξουμε και να το αντιμετωπίσουμε, εάν το δει κανείς σε βάθος χρόνου. Τώρα αν είναι κάτι που θα θέλαμε να συμβεί, αυτό σίγουρα όχι. Προς το παρόν όμως δεν έχει ξεκαθαρίσει με ποιον τρόπο θα γίνει το Brexit και αν θα γίνει τελικά. Σύμφωνα με τις καινούργιες πληροφορίες -γιατί αυτές αλλάζουν καθημερινά-, τα πράγματα θα μπορούσαν να αλλάξουν εάν ζητήσει η Βρετανία μια επέκταση. Μια επέκταση μεγαλύτερη από τις λίγες μέρες που της δόθηκαν εφόσον θα εγκρινόταν η συμφωνία, που θα έφτανε τον ένα χρόνο ή και παραπάνω. Αυτό μπορεί να αλλάξει λίγο την κατάσταση, αν και αυξάνει την οικονομική αβεβαιότητα για τη Βρετανία την ίδια, αφού σίγουρα δεν είναι καλό για τις επενδύσεις. Από την άλλη όμως δίνει χρόνο στους Βρετανούς, τον οποίο κατά την άποψή μου τον έχουν ανάγκη για να μπορέσουν να συζητήσουν και να ξεκαθαρίσουν τι είναι αυτό που χρειάζονται. Πιστεύω πως αυτό το ξεκαθάρισμα μπορεί να γίνει μόνο μέσω εκλογών και όχι με το υπάρχον κοινοβούλιο, γιατί βλέπουμε ότι η δυνατότητα ουσιαστικής συζήτησης είναι πολύ μικρή.