Σημάδια ανάκαμψης εμφανίζει η ελληνική αγορά ακινήτων μετά από μια πολυετή κρίση. Όπως μεταδίδει το ΑΠΕ,στο επίκεντρο του διεθνούς και εγχώριου ενδιαφέροντος από ιδιώτες και αλλά και επενδυτές βρίσκεται το θέμα αυτό, καθώς ο τομέας των ακινήτων εμφανίζει σημαντικές ευκαιρίες, μαζί με τομείς όπως είναι ο τουρισμός, η ενέργεια, οι νέες τεχνολογίες που εκτιμάται ότι θα συμβάλλουν σε μια βιώσιμη επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας.
Από την βαθιά κρίση στην ανάκαμψη
Σύμφωνα με τον υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Θόδωρο Μητράκο, η σωρευτική υποχώρηση των τιμών οικιστικών ακινήτων από το 2008 μέχρι και το τέλος του 2017 εκτιμάται στο 41,8%, ενώ η καταγεγραμμένη σωρευτική πτώση των τιμών γραφείων και καταστημάτων από το 2010, όταν και ξεκίνησε η αντίστοιχη καταγραφή της Τράπεζας της Ελλάδος, εκτιμάται περίπου στο 30% και προφανώς είναι ακόμα μεγαλύτερη αν προσμετρηθεί και η διόρθωση της αγοράς κατά τα πρώτα έτη της πρόσφατης χρηματοοικονομικής κρίσης.
Όπως εκτιμά ο κ. Μητράκος – που είναι ένας από τους πλέον ειδικούς στον τομέα της αγοράς ακινήτων- κατά τη διάρκεια του 2017, τόσο η αγορά κατοικίας όσο και η αγορά επαγγελματικών ακινήτων παρουσίασαν τα πρώτα θετικά δείγματα σε όλους σχεδόν τους τομείς.
Οριακά σταθεροποιητικές ή και θετικές ενδείξεις είχαμε στις τιμές και στα μισθώματα, στο επενδυτικό ενδιαφέρον, ακόμη και στην κατασκευαστική δραστηριότητα, ειδικά για συγκεκριμένες κατηγορίες επαγγελματικών ακινήτων όπως είναι τα ξενοδοχεία, τα καταστήματα ή και τα βιομηχανικά κτίρια.
Επενδύσεις από ΑΕΕΑΠ και ξενοδοχειακούς ομίλους
Σημαντικό θεωρείται επίσης το γεγονός ότι παράλληλα, οι Ανώνυμες Εταιρίες Επενδύσεων σε Ακίνητη Περιουσία (ΑΕΕΑΠ) προχώρησαν σε επενδύσεις οι οποίες υπερβαίνουν τα 200 εκατ. ευρώ, ενώ νέοι ξενοδοχειακοί όμιλοι εισήλθαν στην τουριστική αγορά, όχι μόνο στα νησιά αλλά και στην Αθήνα, η οποία φαίνεται να προσελκύει πρωτόγνωρο επενδυτικό ενδιαφέρον για ακίνητα επαγγελματικής αλλά και οικιστικής χρήσης, εδικά στο πλαίσιο των βραχυχρόνιων μισθώσεων.
Οι αποδόσεις των καταστημάτων και γραφείων υψηλών προδιαγραφών έχουν υποχωρήσει σημαντικά κατά τα τελευταία 3 – 4 έτη, και βρίσκονται πλέον σε επίπεδα 7% και 8% αντίστοιχα, ενώ εκτιμάται ότι πλέον η διαθεσιμότητα κενών χώρων υψηλών προδιαγραφών είναι μικρότερη του 5% και το επενδυτικό ενδιαφέρον συνεχώς αυξανόμενο.
Όπως εκτιμά ο κ. Μητράκος, έχουμε από πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις σημαντικές ενδείξεις ότι ο καθοδικός κύκλος των τιμών στην ελληνική κτηματαγορά, που ξεκίνησε το 2009, αν δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, σταδιακά ολοκληρώνεται. Όσο η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία αποκαθίσταται, τόσο αναμένεται να αυξάνεται η κινητικότητα στην αναζήτηση επενδυτικών ευκαιριών, σε μια αγορά που έχει υποστεί μεγάλη μείωση τιμών. Εξάλλου, τα τελευταία έτη, η ευρωπαϊκή αγορά ακινήτων έχει συνολικά εισέλθει σε έναν έντονο ανοδικό κύκλο, ο οποίος θα συμπαρασύρει σταδιακά και την ελληνική αγορά, στο πλαίσιο μάλιστα και των αυξημένων τουριστικών ροών προς τη χώρα μας.
Εξάλλου, όπως επισημαίνει, οι πρώτες ενδείξεις ανάκαμψης της οικοδομικής δραστηριότητας και της ανάπτυξης νέων ακινήτων, που καταγράφηκαν κατά το 2017, θα ενισχυθούν το 2018.
Η ελληνική αγορά ακινήτων, παρουσιάζοντας σημαντικά ανταγωνιστικές αποδόσεις σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της ΕΕ, αλλά και πραγματικές ευκαιρίες, θα αρχίσει σύντομα να διαδραματίζει πιο ενεργό ρόλο στη συνολική ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της ΤτΕ, διαχρονικά ζητήματα, που αφορούν μεταξύ άλλων τον εξορθολογισμό της φορολόγησης των ακινήτων, την απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδοτήσεων, τον περιορισμό της γραφειοκρατίας, αλλά και τη δυνατότητα πρόσβασης σε δημόσια δεδομένα, παραμένουν πάντοτε επίκαιρα και η επίλυσή τους είναι πρωταρχικής σημασίας για την ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων.
Εκτιμήσεις μεσιτικών γραφείων
H ελληνική κτηματαγορά εμφανίζει σημάδια ανάκαμψης, με τις τιμές των ακινήτων να παρουσιάζουν κατά μέσο όρο οριακή αύξηση της τάξεως του 1%, αποδεικνύοντας ότι οι σταθεροποιητικές τάσεις της προηγούμενης χρονιάς εξελίσσονται σταδιακά σε αυξητικές. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι αργά αλλά σταθερά η κτηματαγορά είναι έτοιμη να αποτελέσει και πάλι των επενδυτικό πόλο και να εξελιχθεί σε ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνας από το μεγαλύτερο πανελλαδικό κτηματομεσιτικό δίκτυο της χώρας της RE/MAX Ελλάς αλλά και της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχει μία θετική στροφή για τον κλάδο της κτηματαγοράς ο οποίος μπορεί να κερδίσει και πάλι το στοίχημα και να προσφέρει επενδυτικές ευκαιρίες τόσο για ιδιώτες όσο και για επαγγελματίες.
Αναμφισβήτητα ρόλο στην όλη προσπάθεια, σύμφωνα με την Re/Max αναμένεται να παίξει και η διαμόρφωση των νέων αντικειμενικών αξιών. Οι νέες τιμές ανάλογα το πόσο και το που θα αυξηθούν ή θα μειωθούν, θα επηρεάσουν την τοπική αλλά και τη συνολική κτηματαγορά, διαμορφώνοντας νέες τάσεις ανάλογα με τα ποσοστά αναπροσαρμογής.
Σε ό,τι αφορά τις αγοραπωλησίες ακινήτων, η Ελληνική Στατιστική Αρχή σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, κατέγραψε αύξηση το 2016 σε σύγκριση με το 2015 κατά 10,8% ενώ εξακολουθούν να παρατηρούνται αυξητικές τάσεις και για το 2017, βάσει των στοιχείων της RE/MAX Ελλάς.
Ειδικότερα, βάσει των στοιχείων του δικτύου της RE/MAX σε ολόκληρη την επικράτεια, ο πανελλαδικός σταθμισμένος δείκτης τιμών των κατοικιών αυξήθηκε το 2017 σε σχέση με το προηγούμενο έτος κατά 1%. Σε εθνικό επίπεδο, οι τιμές των μεταχειρισμένων ακινήτων αυξήθηκαν σταθμισμένα κατά μέσο όρο 1,1%, ενώ των νέων ακινήτων αυξήθηκαν κατά 1%.
Στην περιοχή της Αττικής στα μεταχειρισμένα ακίνητα σημειώθηκε αύξηση 1,2%, ενώ αντίθετα στα νέα ακίνητα είχαμε μια ελάχιστη μείωση κατά -0,3%. Ακολούθως , στη Θεσσαλονίκη η αύξηση στα μεταχειρισμένα κατά μέσο όρο ήταν 1,1%, ενώ στα νέα ακίνητα οι τιμές επίσης αυξήθηκαν κατά 1%. Τέλος, για την υπόλοιπη χώρα στα μεταχειρισμένα δεν σημειώθηκε μεταβολή ενώ στα νέα ακίνητα υπήρξε άνοδος κατά 1,6%.
Σύμφωνα με τη RE/MAX Ελλάς, το ακίνητο εξακολουθεί να βρίσκεται σε τιμές ελκυστικές προσελκύοντας το βλέμμα τόσο των ξένων επενδυτών όσο και της εγχώριας αγοράς -σε συνδυασμό και με την αύξηση των χορηγούμενων στεγαστικών δανείων – αποτελώντας πάντοτε μία σίγουρη και διαχρονική επιλογή.
Η θετική αυτή πρόβλεψη ενισχύεται και από τις σταθεροποιητικές τάσεις που επικρατούν εν γένει στην ελληνική οικονομία.
Η «προ των πυλών» έξοδος της χώρας από τα μνημόνια αλλά και η μείωση του κινδύνου της χώρας, δίνουν την αίσθηση ότι τα χειρότερα είναι πλέον «πίσω» μας, τονώνοντας την ψυχολογία της αγοράς και αναμφισβήτητα την εμπιστοσύνη όλων στην ανοδική πορεία της οικονομία, εκτιμά η έρευνα.
Πηγή: ΑΠΕ