Αναδρομικά από κοµµένα δώρα, µειώσεις και άλλες πηγές διεκδικούν πέντε οµάδες συνταξιούχων.
Κάθε οµάδα έχει τα δικά της χαρακτηριστικά και διεκδικεί µικρότερα ή µεγαλύτερα ποσά λόγω περικοπών που κρίθηκαν αντισυνταγµατικές στα δώρα και τις συντάξεις ή λόγω νέων δεδοµένων που αφορούν στο καθεστώς συνταξιοδότησής τους.
Πρόκειται για παλαιούς και νέους συνταξιούχους που αποχώρησαν πριν ή µετά τον νόμο Κατρούγκαλο και βρίσκονται µπροστά σε ανοιχτό πεδίο διεκδικήσεων. Την κούρσα των αναδροµικών οδηγεί η µεγάλη µάζα των παλαιών συνταξιούχων. Πρόκειται για συνταξιούχους που έχασαν το 2012 τα «κουτσουρεµένα» από το 2010 δώρα και σηµαντικό τµήµα των συντάξεών τους, κύριων και επικουρικών. Οι εν λόγω περικοπές κρίθηκαν το 2015 αντισυνταγµατικές από το ΣτΕ. Ωστόσο δεν είναι οι µόνοι που βρίσκονται σε… αναδροµική τροχιά. Αναλυτικά οι οµάδες συνταξιούχων που διεκδικούν αναδροµικά είναι:
1. Παλαιοί συνταξιούχοι που είχαν προσφύγει στα δικαστήρια κατά των περικοπών του 2012 πριν από την απόφαση-βόµβα του ΣτΕ το 2015. Σύµφωνα µε το σκεπτικό του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, οι εν λόγω συνταξιούχοι είναι οι µόνοι που δικαιούνται αναδροµικά από το 2013. ∆εδοµένης της κρίσης του ΣτΕ, θεωρείται βέβαιη η δικαίωση των εν λόγω υποθέσεων. Νοµικοί κύκλοι υποστηρίζουν πως οι εφετειακές αποφάσεις που δικαιώνουν συνταξιούχους δηµιουργούν τη νοµική υποχρέωση στα Ταµεία να πληρώσουν τα επιδικαζόµενα ποσά.
2. Παλαιοί συνταξιούχοι που δεν είχαν προσφύγει στα δικαστήρια κατά των περικοπών του 2012 πριν από την απόφαση-βόµβα του ΣτΕ το 2015. Σύµφωνα µε το σκεπτικό του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, οι εν λόγω συνταξιούχοι δεν δικαιούνται αναδροµικά για την περίοδο 2013-2015 για λόγους δηµοσίου συµφέροντος. Συγκλίνουσες νοµικές απόψεις καταλήγουν πως το πλέον βάσιµο χρονικό διάστηµα εντός του οποίου εντοπίζεται έδαφος για τις όψιµες αξιώσεις είναι το 10µηνο Ιούνιος 2015 – Μάιος 2016. Εκεί φαίνεται πως ανιχνεύεται το κυρίαρχο νοµικό κενό. Πρόκειται για το χρονικό διάστηµα ανάµεσα στη δηµοσίευση της απόφασης του ΣτΕ και την ψήφιση του νόµου Κατρούγκαλου (Μάιος 2016). Η δεύτερη νοµική προσέγγιση ενοποιεί τον χρόνο από τον Ιούλιο του 2015 έως και τον ∆εκέµβριο του 2018, επειδή οι αντισυνταγµατικές περικοπές των νόµων 4051 και 4093 του 2012 συνέχιζαν να επιβάλλονται στις παλαιές συντάξεις µέχρι την «πρεµιέρα» του επανυπολογισµού τον περασµένο Γενάρη. Στον νόµο Κατρούγκαλου υπάρχουν ρήτρες για την εν λόγω περίοδο που µένουν να κριθούν από το ΣτΕ.
3. Νέοι συνταξιούχοι που αποχώρησαν από 13/5/2016 και έως 31 ∆εκεµβρίου 2018 και δικαιούνται προσωπικής διαφοράς. Υπολογίζεται πως πρόκειται για πάνω από 100.000 νέους συνταξιούχους οι οποίοι εµπίπτουν στην 3ετή µεταβατική περίοδο του νόµου Κατρούγκαλου και δικαιούνται τµήµα «προσωπικής διαφοράς» επειδή η σύνταξή τους -όπως υπολογίστηκε µε την εξίσωση του νόµου 4387 του 2016 (εθνική και ανταποδοτική)- υπολείπεται κατά 20% και πλέον από τη σύνταξη που θα έπαιρναν µε το παλιό καθεστώς. Αναλυτικά, στον νόµο του 2016 αναφέρεται πως για αιτήσεις που θα κατατεθούν το 2016, εάν το ποσό της απονεµόµενης σύνταξης µε το νόµο Κατρούγκαλου υπολείπεται σε ποσοστό άνω του 20% του ποσού της σύνταξης που θα απονεµόταν κατά το προϊσχύσαν καθεστώς, ο συνταξιούχος θα πάρει το µισό, δηλαδή το 50% ως προσωπική διαφορά. Για παράδειγµα, αν κάποιος ασφαλισµένος ΟΑΕΕ θα ελάµβανε µε τις παλιές διατάξεις 1.300 ευρώ και µε τις διατάξεις του 2016 έλαβε 1.000 ευρώ (διαφορά 23%), τότε θα πρέπει να λάβει τα 150 ευρώ ως «προσωπική διαφορά». Αντίστοιχα, όσοι συνταξι – οδοτήθηκαν το 2017 και ανήκουν σε αυτές τις κατηγορίες δικαιούνται το 1/3 της διαφοράς (δηλαδή το 33,3%), ενώ όσοι έφυγαν το 2018 το 1/4, δηλαδή το 25%. Από φέτος δεν υπάρχει επιπλέον ποσό για τους νέους συνταξιούχους. Με τον πρόσφατο νόµο που κατάργησε τις περικοπές συντάξεων του 2019, διασώθηκαν και οι εν λόγω «προσωπικές διαφορές» των νέων συνταξιούχων, οι οποίες προέκυψαν από τη σύγκριση δυο ποσών, της «παλιάς» και της «νέας» σύνταξης. Εργατολόγοι επισηµαίνουν τώρα πως η σύγκριση της νέας σύνταξης του Ν. 4387/2016 έπρεπε να γίνει µε την παλιά σύνταξη, χωρίς όµως να συµπεριληφθούν σε αυτό το κρίσιµο ποσό οι περικοπές των νόµων 4051 και 4093 του 2012, που είχαν κριθεί το 2015 αντισυνταγµατικές από το ΣτΕ. ∆ηλαδή το παλαιό ποσό, που χρησιµοποιήθηκε ως µέτρο σύγκρισης, θα έπρεπε κατά τις εν λόγω νοµικές εκτιµήσεις να είναι αυξηµένο, χωρίς να υπολογίζονται τα «ψαλίδια» του 2012. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσµα η «προσωπική διαφορά» για τους περισσότερους απ’ όσους κρίθηκε ότι τη δικαιούνται να βγαίνει µεγαλύτερη, ενώ θα οδηγούσε και µια επιπλέον οµάδα συνταξιούχων που σήµερα δεν λαµβάνουν επιπλέον ποσό σε δικαίωση «προσωπικής διαφοράς». Εφόσον το εν λόγω ζήτηµα προχωρήσει και κριθεί στα δικαστήρια, τότε ενδέχεται να ανοίξει ο δρόµος για νέο κύκλο διεκδικήσεων. Σηµειώνεται πως στο ίδιο άρθρο του νόµου Κατρούγκαλου, όπου ρυθµίζονται οι λεπτοµέρειες της 3ετούς µεταβατικής περιόδου, αναφέρεται πως «εκκρεµείς αιτήσεις συνταξιοδότησης κρίνονται, µε τους κανόνες που ίσχυαν κατά την 31η.12.2014», πριν δηλαδή από τη δηµοσίευση της απόφασης-βόµβας του ΣτΕ.
4. Νέοι συνταξιούχοι που έχουν αποχωρήσει από 13 Μαΐου 2016 και µετά µε διαδοχική και παράλληλη ασφάλιση. Με πρόσφατη εγκύκλιο του υπουργείου Εργασίας αποσαφηνίστηκε πλήρως το νέο καθεστώς και εισήχθη µια νέα κοινωνικοασφαλιστική λογική για την αντιµετώπιση εργαζοµένων που είχαν µεταβολές φορέα και ασφάλιση σε δύο φορείς κατά την ίδια χρονική περίοδο. Συνεπώς, ασφαλισµένοι µε διαδοχική και παράλληλη ασφάλιση που έχουν λάβει σύνταξη αλλά ο χρόνος της παράλληλης δεν έχει προσµετρηθεί στο ποσό της σύνταξης ως προσαύξηση πρέπει να λάβουν αναδροµικά. Πρόκειται για κατηγορίες ασφα – λισµένων που έχουν λάβει απόφαση συνταξιοδότησης µε επιφύλαξη για τον υπολογισµό του χρόνου της παράλληλης. Αυτές οι κατηγορίες συνταξιούχων θα πρέπει να λάβουν το ποσό της προσαύξησης που δικαιούνται για τον χρόνο της παράλληλης ασφάλισης κατά τον οποίο έχουν καταβάλει διπλές εισφορές αναδροµικά από τη στιγµή της αίτησης της συνταξιοδότησης. Εξαιρούνται όσοι έχουν λάβει δύο ανταποδοτικές συντάξεις επειδή θεµελίωναν αυτοτελές δικαίωµα και στους δύο φορείς στους οποίους ήταν παράλληλα ασφαλισµένοι (π.χ. ΙΚΑ και ΟΑΕΕ ή ∆ηµόσιο και ΕΤΑΑ κ.λπ.), καθώς έχουν αξιοποιήσει πλήρως όλο τον χρόνο ασφάλισής τους. Στην ίδια οµάδα ανήκουν και ασφαλισµένοι µε διαδοχική και παράλληλη ασφάλιση οι οποίοι έχουν λάβει σύνταξη αυτοτελώς από το ένα Ταµείο και δεν έχουν αιτηθεί τον συνυπολογισµό του χρόνου από τον δεύτερο φορέα επειδή µε το προϊσχύον καθεστώς δεν τους συνέφερε (για παράδειγµα δεν πληρούσαν το όριο ηλικίας του τελευταίου φορέα και δεν θα µπορούσαν να λάβουν σύνταξη ή είχαν οφειλές πάνω από το επιτρε – πόµενο όριο για τη λήψη της σύνταξης). Αυτές οι κατηγορίες ασφαλισµένων µπορούν τώρα να «αναγνωρίσουν» τον χρόνο που είχαν στο δεύ – τερο Ταµείο -ο οποίος χάνονταν µε το παλαιό καθεστώς- προκειµένου να λάβουν µια προσαύξηση στη σύντα – ξή τους. Η εν λόγω προσαύξηση υπο – λογίζεται µε τον µαθηµατικό τύπο του νόµου Κατρούγκαλου, δηλαδή 0,075% για κάθε µία ποσοστιαία µονάδα επιπλέον εισφοράς και για όλο το χρονικό διάστηµα κατά το οποίο υπάρχει πληρωµένη παράλληλη ασφάλιση. Ο υπολογισµός αυτός µπορεί να οδηγήσει σε µια αρκετά γενναία προσαύξηση.
5. Νέοι συνταξιούχοι, πρώην δηµόσιοι υπάλληλοι ειδικών µισθολογίων -καταρχήν γιατροί- που απο χώρησαν µετά το 2017. Οπως επισηµαίνουν έγκριτοι ερ – γατολόγοι, εφόσον οι ρυθµίσεις του ειδικού µισθολογίου του 2017 κριθούν αντισυνταγµατικές και οι µισθοί µετά το 2017 πρέπει να αναπροσαρµο – στούν, αυτό αναπόφευκτα επηρεάζει το άθροισµα των συντάξιµων αποδοχών και το ποσό της σύνταξης. ∆ηλαδή αν επιβεβαιωθούν και στο Εφετείο και τελεσιδικήσουν σε ανώτατο βαθµό οι τρεις πρωτόδικες αποφάσεις που δικαίωσαν πρόσφατα γιατρούς του ΕΣΥ επιδικάζοντας αναδροµικά, ανοίγει νέος κύκλος διεκδικήσεων για αναδροµικά και αναπροσαρµογή συντάξεων. Αυτό συµβαίνει διότι το ποσό της σύνταξης υπολογίζεται πλέον µε βάση τις συντάξιµες αποδοχές από το 2002 έως τη στιγµή της αποχώρησης. Οι επιπτώσεις διευρύνονται -αυξάνονται δηλαδή τα διεκδικούµενα ποσά- όσο πιο µακριά από το 2017 βγαίνει κανείς στη σύνταξη. Για παράδειγµα, αν κάποιος συνταξιοδοτήθηκε τον Σεπτέµβριο του 2017 δεν πρέπει να περιµένει σπουδαίες επιπτώσεις στο ποσό της σύνταξής του. Αντίθετα, αν κάποιος αποχωρεί τον Μάρτιο του 2019 οι επιπτώσεις είναι µεγαλύτερες. Η αιτία γι’ αυτό είναι προφανής: όσο µεγαλύτερο διάστηµα µετά το 2017 µπαίνει στην εξίσωση για το ποσό της σύνταξης, τόσο περισσότερο επηρεάζεται το τελικό αποτέλεσµα. Με άλλα λόγια, όσο αποµακρύνεται κανείς από το 2017 και αυξάνει τον «κουµπαρά» των συνταξίµων αποδοχών µε µεγαλύτερα ποσά, τόσο αυτό θα επηρεάσει αργά ή γρήγορα τη σύνταξή του