Τους παράγοντες που θα προσδιορίσουν το μέγεθος, αλλά και τη διάρκεια της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας διακρίνει, στο τελευταίο εβδομαδιαίο οικονομικό της δελτίο, η Αlpha Bank.
Μεταξύ άλλων, στέκεται στην πορεία των επενδύσεων (που εξαρτάται από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, τη διευθέτηση του ζητήματος του χρέους και τη συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο QE της ΕΚΤ), αλλά και στις συνθήκες ρευστότητας στην αγορά (με κρίσιμης σημασίας την αποπληρωμή των υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέας και την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων).
Μάλιστα, όπως τονίζουν οι αναλυτές, επικαλούμενη και σχετική έκθεση του ΔΝΤ, σε μεσοχρόνιο ορίζοντα, είναι ζωτικής σημασίας η δημιουργία του απαραίτητου δημοσιονομικού χώρου που να διευρύνει τους βαθμούς ελευθερίας στο σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής, αφού καθίσταται αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξη ισχυρών ρυθμών αναπτύξεως, προκειμένου να τεθεί υπό έλεγχο ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ.
Αναλυτικότερα, το τελευταίο τεύχος του εβδομαδιαίου οικονομικού δελτίου τηςAlpha Bank σημειώνει τα εξής:
Καθώς η ελληνική οικονομία εξέρχεται από την ύφεση στο δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους με τον ρυθμό αναπτύξεως να λαμβάνει εκ νέου θετικό πρόσημο, σε ετήσια βάση, μετά από τέσσερα τρίμηνα που κινήθηκε σε αρνητικό έδαφος, είναι σκόπιμο να αναλύσουμε τους παράγοντες που θα προσδιορίσουν τόσο το μέγεθος όσο και τη διάρκεια της ανακάμψεως:
Πρώτον, η πορεία της ιδιωτικής επενδυτικής δαπάνης και κυρίως η ευαισθησία της στις θετικές μεταβολές του επιχειρηματικού κλίματος που αναμένεται στους επόμενους μήνες. Η περαιτέρω βελτίωση του τελευταίου προϋποθέτει την υλοποίηση μιας αλληλουχίας γεγονότων στο άμεσο χρονικό διάστημα όπως: (α) η ταχεία ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολογήσεως, ει δυνατόν, μέχρι το τέλος του Νοεμβρίου, (β) η ενεργοποίηση των βασικών βραχυπρόθεσμων μέτρωνελαφρύνσεως του χρέους, όπως η εξομάλυνση των αποπληρωμών του EFSF και η αξιοποίηση της χρηματοδοτήσεων των EFSF και ESM για τον περιορισμό των επισφαλειών από τα επιτόκια, (γ) η παράλληλη συμφωνία και περαιτέρω εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων που θα ληφθούν σε μεταγενέστερο στάδιο, ώστε να συνεκτιμηθούν στην ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους επηρεάζοντας σημαντικά και την απόφαση για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα και (δ) η απόφαση της ΕΚΤ για τη συμπερίληψη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλαρώσεως το 2017 που θα διαμορφώσει τις συνθήκες για την πτώση των επασφαλίστρων κινδύνου και κατά συνέπεια του κόστους δανεισμού. Μία μεγάλη καθυστέρηση στην πραγματοποίηση της ανωτέρω ακολουθίας εξελίξεων μπορεί να προκαλέσει σημαντικές δυσχέρειες συγκρατώντας την ανάκαμψη των επενδύσεων.
Δεύτερον, η βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας στην αγορά καθώς και η ενίσχυση της συνολικής ενεργού ζητήσεως στην ελληνική οικονομία. Σε βραχύ χρονικό ορίζοντα αυτό μπορεί να υποστηριχθεί με την ταχεία αποπληρωμή των συσσωρευμένων υποχρεώσεων του ελληνικού Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα και την ταχεία υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων έτσι ώστε να διοχετευθούν κεφάλαια στη χώρα. Μετά την εκταμίευση της υποδόσης του Ιουνίου, ξεκίνησε η σταδιακή αποκλιμάκωση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων που αναμένεται να επιταχυνθεί στους επόμενους μήνες. Σημειώνεται ότι ποσό ύψους € 1,8 δισ. από το συνολικό ποσό των € 7,5 δισ. έχει διατεθεί για την εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών, ενώ αναμένονται επιπλέον € 1,7 δισ. για τον ίδιο σκοπό (από τα € 2,8 δισ. που αναμένονται να εισπραχθούν από την δεύτερη υποδόση της πρώτης αξιολογήσεως).
Σε μεσοχρόνιο ορίζοντα είναι ζωτικής σημασίας η δημιουργία του απαραίτητου δημοσιονομικού χώρου που να διευρύνει τους βαθμούς ελευθερίας στο σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής. Σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ “Fiscal Monitor: Debt, Use it Wisely”, που δημοσιεύθηκε αυτήν την εβδομάδα, η ελληνική οικονομία προβλέπεται να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα στα επόμενα χρόνια, χωρίς ωστόσο, να είναι σε θέση να προσεγγίσει τους τεθέντες – από το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής – δημοσιονομικούς στόχους, ιδιαίτερα από το 2018 και μετά. Η αναμενόμενη αυτή δημοσιονομική πορεία συνοδεύεται από πρόβλεψη για μία ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική στην επόμενη τριετία.
Η δημιουργία ικανού δημοσιονομικού χώρου στην ανωτέρω ανάλυση του ΔΝΤ – που προσδιορίζεται μέσω της αποκλίσεως ανάμεσα στην πρόβλεψη και τον στόχο για τα πρωτογενή πλεονάσματα – φαίνεται να αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξη ισχυρών ρυθμών αναπτύξεως προκειμένου να τεθεί υπό έλεγχο ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ.
Τρίτον, η μεταστροφή της δομής του εγχώριου ακαθάριστου προϊόντος από τα μη διεθνώς εμπορεύσιμα προς στα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά θα προσδιορίσει σε μεγάλο βαθμό τη διάρκεια αυτής της νέας αναπτυξιακής δυναμικής. Ο αναπροσανατολισμός της παραγωγικής μηχανής αποτελεί αναγκαία συνθήκη για το δυναμισμό μιας μικρής ανοικτής οικονομίας σε συνθήκες αδυναμίας της εγχώριας ιδιωτικής καταναλώσεως. Κατά συνέπεια, ο σχεδιασμός κινήτρων για την ενίσχυση της εξαγωγικής δράσης θα πρέπει να αποτελέσει κεντρικό στόχο της οικονομικής πολιτικής.