Το ποσοστό ανεργίας ακολουθεί πτωτική πορεία που αναμένεται να διατηρηθεί τα επόμενα χρόνια καθώς η χώρα εισέρχεται σε φάση ανακάμψεως, παρατηρεί στο εβδομαδιαίο δελτίο της η Alpha Bank.
Στο παρόν δελτίο η Alpha Bank διερευνά ορισμένους εξ’ αυτών των παραγόντων παρά το γεγονός ότι η ποσοτικοποίηση των επιπτώσεών τους είναι ιδιαίτερα πρόωρο να επιχειρηθεί.
Οι παράγοντες αυτοί μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως.
Πρώτον, η εκροή μεγάλου τμήματος του επιστημονικού δυναμικού αλλά και άλλων κατηγοριών εργαζομένων, όπως μη Ελλήνων που είχαν έρθει στη χώρα τις δυο προηγούμενες δεκαετίες (κυρίως από βαλκανικές χώρες), η οποία μεταβάλλει σημαντικά τη μορφολογία του διαθέσιμου ανθρώπινου κεφαλαίου.
Δεύτερον, η αναμενόμενη αύξηση της προσφοράς εργασίας ως αποτέλεσμα των πρόσφατων προσφυγικών ροών ενδέχεται να επηρεάσει τη δυναμική των αμοιβών σε ορισμένες κατηγορίες χαμηλής εξειδικεύσεως.
Παρά το γεγονός ότι η χώρα μας δεν υπήρξε ο προσδοκώμενος τελικός προορισμός, οι αιτήσεις ασύλου ανά κάτοικο ακολουθούν ανοδική πορεία μετά το «κλείσιμο» του «Βαλκανικού Δρόμου».
Τρίτον, η αλλαγή στη δομή της απασχολήσεως με ενίσχυση της μερικής έναντι της πλήρους απασχολήσεως και της μισθωτής εργασίας έναντι της αυτοαπασχολήσεως.
Τέταρτον, η παραμονή της μακροχρόνιας ανεργίας σε υψηλά επίπεδα με τις επιπτώσεις που εκτιμάται ότι έχει επί του ανθρώπινου κεφαλαίου.
Πέμπτον, η σχετική γήρανση του εργατικού δυναμικού ως αποτέλεσμα της αυξήσεως των απαιτούμενων ετών συνταξιοδοτήσεως και της μειώσεως των ποσοστών αναπληρώσεως για τους έχοντες πολυετή προϋπηρεσία.
Έκτον, η αναμενόμενη μείωση της δυνατότητας του δημοσίου τομέα να απορροφά μέρος του εργατικού δυναμικού ως αποτέλεσμα τόσο του εκσυγχρονισμού της κρατικής μηχανής όσο και των δεσμεύσεων της χώρας για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων σε μακρύ χρονικό ορίζοντα.
1. Εκροή ανθρώπινου κεφαλαίου – προσαρμογή της προσφοράς εργασίας στο υφεσιακό περιβάλλον
Στο Γράφημα 1 παρουσιάζεται αθροιστικά για την περίοδο 2010-2015 ο αριθμός των εξερχόμενων μεταναστών ανά χίλιους κατοίκους, ανά χώρα.
Παρατηρείται ότι, ανά χίλιους κατοίκους, τη μεγαλύτερη εκροή ανθρωπίνου δυναμικού παρουσίασε η Κύπρος και η Μάλτα, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στην τέταρτη θέση μέσα στο δείγμα των εννέα επιλεγμένων χωρών της Νότιας και Βόρειας Ευρώπης.
Ωστόσο, όπως φαίνεται στο Γράφημα στη χώρα μας παρατηρήθηκε το ισχυρότερο εξερχόμενο μεταναστευτικό ρεύμα Ελλήνων πολιτών, ενώ σε άλλες χώρες όπως η Δανία, η Ισπανία, η Κύπρος και η Μάλτα, το ρεύμα εξόδου ουσιαστικά αφορούσε πολίτες που διέμεναν μεν στις χώρες αυτές αλλά είχαν άλλη υπηκοότητα.
Στην Ελλάδα η μεγάλη εκροή ανθρωπίνου δυναμικού που κατεγράφη αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στο πολύ υψηλό ποσοστό ανεργίας των νέων ηλικίας 20-24 ετών, που αν και βαίνει φθίνον τα τελευταία χρόνια (42,1% στο δεύτερο τρίμηνο του 2017 έναντι 48% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016), εξακολουθεί να διαμορφώνεται ιδιαίτερα υψηλό σε σχέση με το επίπεδο πριν από την κρίση (19,4% στο δεύτερο τρίμηνο του 2008).
Αξίζει να σημειωθεί δε, ότι το ποσοστό ανεργίας των νέων στην Ελλάδα παραμένει το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης και ακολουθεί η Ισπανία (36,1% στο δεύτερο τρίμηνο του 2017).
2. Διαταραχή στην πλευρά τις προσφοράς εργασίας χαμηλής εξειδίκευσης – Προσφυγικές ροές
Μετά το ξέσπασμα της προσφυγικής κρίσεως, ένα μεγάλο κύμα μεταναστών πέρασε από τη χώρα μας με τελικό προορισμό άλλες χώρες της Βόρειας Ευρώπης κυρίως.
Η Ελλάδα μέχρι τον Μάρτιο του 2016 ήταν χώρα διελεύσεως για χιλιάδες πρόσφυγες με αποτέλεσμα οι αιτούντες ασύλου να κυμαίνονται σε χαμηλό επίπεδο (Γράφημα 2).
Με το κλείσιμο του «Βαλκανικού Δρόμου» στις 20 Μαρτίου του 2016 μεγάλος αριθμός προσφύγων παρέμεινε στην Ελλάδα με αποτέλεσμα οι αιτούντες ασύλου να αυξηθούν σημαντικά.
Συγκεκριμένα, ο αριθμός των αιτημάτων για άσυλο το 2016 αυξήθηκε κατά 287% από 13,2 χιλ. σε 51,1 χιλ., ενώ το δεύτερο εξάμηνο του 2016 υποβάλλονταν 5,3 χιλιάδες αιτήσεις κατά μέσο όρο το μήνα.
Η παραπάνω εξέλιξη αποτυπώνεται και στο Γράφημα 3, όπου ο αριθμός των ατόμων εκτός της ΕΕ-28 που έκαναν αίτηση για άσυλο στη χώρα μας, ανά χίλιους κατοίκους, αυξήθηκε σημαντικά το 2016 και βρίσκεται στη δεύτερη θέση, μεταξύ των επιλεγμένων χωρών της Νότιας αλλά και της Βόρειας Ευρώπης.
Η Γερμανία δέχτηκε το 2016 τις περισσότερες αιτήσεις, παρουσιάζοντας σημαντική αύξηση τα τελευταία τρία έτη.
Η Μάλτα βρίσκεται στην τρίτη θέση ως προς τον αριθμό των αιτημάτων για άσυλο που δέχτηκαν από πολίτες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανά χίλιους κατοίκους, και ακολουθεί η Κύπρος.
Αντίθετα πτώση του ανωτέρω αριθμού αιτήσεων παρατηρήθηκε μόνο στη Δανία, το 2016, από το δείγμα των επιλεγμένων χωρών.
Ως συνέπεια των δυο πρώτων παραγόντων στην αγορά εργασίας αναμένεται ότι, καθώς η Ελληνική οικονομία ανακάμπτει, οι πιέσεις για άνοδο των μισθών θα είναι μεγαλύτερες για δεξιότητες υψηλής εξειδικεύσεως.
Συγκεκριμένα, ως αποτέλεσμα της μετανάστευσης Ελλήνων με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης (brain drain) που παρατηρήθηκε από την έναρξη της οικονομικής κρίσεως, η προσφορά για τις αντίστοιχες θέσεις εργασίας μειώνεται ενώ η ζήτηση αναμένεται να ενισχυθεί με την άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας.
Αντίθετα, με την είσοδο στην αγορά εργασίας χαμηλά αμειβόμενων εργαζομένων, απόρροια της εισροής νέου εργατικού δυναμικού με την προσφυγική κρίση, οι μισθοί για τις θέσεις εργασίας χαμηλής εξειδίκευσης αναμένεται ότι δεν θα δεχτούν ανοδικές πιέσεις.
Επομένως αναμένεται να διευρυνθεί η διαφορά ανάμεσα στις αμοιβές για τις θέσεις υψηλής και χαμηλής εξειδίκευσης προς όφελος των πρώτων.
3. Δομή απασχολήσεως: ευελιξία και σχετικές αμοιβές
Οι διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας έχουν οδηγήσει σε αύξηση του ποσοστού μερικής έναντι του ποσοστού πλήρους απασχολήσεως, όπως φαίνεται στο Γράφημα 4 (κατά 3,7 εκατοστιαίες μονάδες σωρευτικά την περίοδο Q1 2009-Q2 2017).
Εντούτοις, η βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας και η ενίσχυση ορισμένων κλάδων της ελληνικής οικονομίας οδήγησαν στο δεύτερο τρίμηνο του 2017 σε πτώση, αν και μικρή, του ποσοστού προσωρινής εργασίας (ως προς το σύνολο των μισθωτών 15-74 ετών) στο 9,9%, από 10,5% στο πρώτο τρίμηνο του 2017, ενώ αυξήθηκε αντιστοίχως το ποσοστό πλήρους απασχολήσεως (δεύτερο τρίμηνο 2017: 90,1%, πρώτο τρίμηνο 2017: 89,5%).
Επιπλέον, η αύξηση της απασχολήσεως στο δεύτερο τρίμηνο του έτους οφείλεται στη σημαντική άνοδο της μισθωτής απασχολήσεως (που αποτελεί το 66,1% της συνολικής απασχολήσεως στο δεύτερο τρίμηνο 2017 από 63,8% το 2011) κατά 2,7% στο δεύτερο τρίμηνο του 2017, έναντι αυξήσεως κατά 3,9% στην αντίστοιχη περίοδο του 2016.
Σωρευτικά από το δεύτερο τρίμηνο του 2013 έως το δεύτερο τρίμηνο του 2017 η αύξηση της συνολικής απασχολήσεως (κατά 256,4 χιλ. άτομα) αποδίδεται στην αύξηση της μισθωτής απασχολήσεως, ενώ ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων με προσωπικό και χωρίς προσωπικό και οι βοηθοί σε οικογενειακή επιχείρηση μειώθηκαν.
Σε κάθε περίπτωση, η τάση ενισχύσεως της μερικής απασχολήσεως και της μισθωτής εργασίας σε επίπεδα πολύ υψηλότερα έναντι της περιόδου πριν την έναρξη της κρίσεως αποτελούν προσδιοριστικούς παράγοντες συγκρατήσεως του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
4. Επίπτωση της μακροχρόνιας ανεργίας στο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας
Το ποσοστό των μακροχρόνιων ανέργων στο σύνολο των ανέργων παραμένει ιδιαίτερα υψηλό, στο 74% στο δεύτερο τρίμηνο του 2017, παρά τη μείωση του αριθμού των μακροχρόνια ανέργων κατά 6,3% σε ετήσια βάση στο δεύτερο τρίμηνο του 2017, έναντι πτώσης 7% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016.
5. Γήρανση πληθυσμού και αύξηση των ετών παραμονής στην Εργασία
Όπως φαίνεται στο Γράφημα 7, ως αποτέλεσμα της γήρανσης του πληθυσμού, η μέση διάρκεια παραμονής στην εργασία στη χώρα μας αυξήθηκε σταδιακά από 31 έτη το 2001 σε 32,5 έτη το 2016, αν και παραμένει σε χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με το μέσο όρο στην Ευρώπη (2016: 35,6 έτη).
6. Η έντονη δημοσιονομική συσταλτική πολιτική που ακολουθήθηκε καθ΄όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσεως για τον περιορισμό των υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του αριθμού των απασχολουμένων στη δημόσια διοίκηση, αλλά και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα
Ειδικότερα, όπως φαίνεται στο Γράφημα 8, ο αριθμός των απασχολουμένων στη δημόσια διοίκηση έχει μειωθεί κατά 48,8 χιλ. από το 2008 έως το δεύτερο τρίμηνο του 2017.
Η προσαρμογή – που κρίνεται απαραίτητη για την επίτευξη υψηλών δημοσιονομικών πλεονασμάτων τα επόμενα έτη – δεν αφήνει περιθώρια αύξησης της απασχολήσεως στον δημόσιο τομέα, αλλά ούτε και ανόδου των μισθολογικών αμοιβών του τομέα.