Με βάση τα στοιχεία οικονομικής συγκυρίας για την αγορά εργασίας που δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα υποχώρησε περαιτέρω τον Δεκέμβριο του 2017 σε 20,8%, έναντι 23,4% τον Δεκέμβριο του 2016, εξέλιξη που είναι συμβατή με τη σταδιακή ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητος κατά 1,4% σημειώνει η Alpha Bank στην εβδομαδιαία ανάλυσή της. Εξετάζοντας το ποσοστό ανεργίας ανά φύλο, οι γυναίκες συνεχίζουν να διατηρούν υψηλότερο ποσοστό σε σχέση με τους άνδρες, ήτοι 25,8% τον Δεκέμβριο του 2017, έναντι 16,9% των ανδρών.
Μολονότι το ποσοστό ανεργίας και στα δύο φύλα βαίνει μειούμενο τα τελευταία έτη, μία δομική παθογένεια της ελληνικής αγοράς εργασίας διατηρείται. Η διαφορά του ποσοστού ανεργίας μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι πολύ υψηλότερη στη χώρα μας σε σχέση με το μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης τόσο πριν και κατά τη διάρκεια όσο και μετά το πέρας της οικονομικής υφέσεως.
Επιπλέον, η διαφορά των ποσοστών ανεργίας των γυναικών μεταξύ Ευρωζώνης και Ελλάδας είναι διπλάσια αυτής των ανδρών μεταξύ Ευρωζώνης και Ελλάδας. Η διαφορά αυτή τον Δεκέμβριο του 2017, ήταν 16,8 εκατοστιαίες μονάδες στις γυναίκες, ενώ στους άνδρες 8,6 αντίστοιχα.
Όπως σημειώνει η Αlpha Bank , τα τελευταία έτη παρατηρείται μία σταδιακή ανοδική πορεία του λόγου των γυναικών που συμμετέχουν στο εργατικό δυναμικό προς τον αριθμό των γυναικών ηλικίας 15-64 (activity rate). Η εξέλιξη αυτή συνδέεται με τέσσερεις κυρίως παράγοντες.
Πρώτον, η μείωση του διαθεσίμου εισοδήματος σε συνδυασμό με την υψηλή ανεργία των ανδρών οδήγησε πολλές γυναίκες να εισέλθουν εκ νέου στο εργατικό δυναμικό ώστε να στηρίξουν το επίπεδο διαβιώσεως του νοικοκυριού.
Δεύτερον, η ενίσχυση των ευέλικτων μορφών εργασίας διευκολύνει σε πολύ σημαντικό βαθμό την αυξημένη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας. Το ποσοστό των γυναικών στην Ελλάδα που εργάζονται με μερική απασχόληση έχει αυξηθεί τα τελευταία έτη και ειδικά τα έτη της οικονομικής κρίσεως. Ωστόσο, το ποσοστό αυτό βρίσκεται σε επίπεδο κατά πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Τρίτον, στη διάρκεια της οικονομικής κρίσεως και ιδιαίτερα από το 2013 και εντεύθεν, η μισθολογική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών έχει σημαντικά συμπιεσθεί. Η βελτίωση της σχετικής αμοιβής των γυναικών έναντι των ανδρών σταδιακά αναπροσαρμόζει τον οικογενειακό σχεδιασμό των νοικοκυριών ενισχύοντας τα κίνητρα για την αύξηση της προσφοράς εργασίας και μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας.
Τέταρτον, οι εργαζόμενες γυναίκες βελτιώνουν διαχρονικά, ολοένα και περισσότερο, την ποιότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου και των δεξιοτήτων τους. Εξετάζοντας την εξέλιξη του λόγου γυναικών προς άνδρες που κατέχουν τίτλο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης την τελευταία δεκαετία, παρατηρείται ότι ο λόγος αυτός βαίνει αυξανόμενος τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωζώνη και διαμορφώνεται πλέον άνω της μονάδας. Η αυξημένη επένδυση στην εκπαίδευση και κατάρτιση από την πλευρά των γυναικών είναι εύλογο να ωθεί ανοδικά το ποσοστό συμμετοχής τους στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό.
Στον τριτογενή τομέα
Το γεγονός ότι το ποσοστό των γυναικών στο σύνολο του ενεργά οικονομικά πληθυσμού που κατέχουν τίτλο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι υψηλότερο από αυτό των ανδρών εξηγεί σε κάποιο βαθμό το γεγονός ότι οι γυναίκες απασχολούνται κυρίως στον τριτογενή τομέα της οικονομίας, δηλαδή στον τομέα των υπηρεσιών. Το ποσοστό των γυναικών που απασχολούνται στον τριτογενή τομέα είναι πολύ υψηλό (81%) το 2017.
Παρά την αυξανόμενη συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό και τη συμπίεση της μισθολογικής τους διαφοράς έναντι των ανδρών, η Ελλάδα κατέχει την χαμηλότερη θέση συγκριτικά με επιλεγμένες χώρες του ΟΟΣΑ, όσον αφορά στο ποσοστό των γυναικών που καταλαμβάνουν διευθυντικές θέσεις. Συγκεκριμένα το ποσοστό αυτό το 2016 στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 32%, ενώ ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ ανήλθε σε 38%.
Στην προσπάθεια τόσο της καταπολέμησης της φτώχειας και στήριξης του επιπέδου ευημερίας των νοικοκυριών όσο και της αναβαθμίσεως του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας, θα μπορούσε να συμβάλει καθοριστικά και η ενίσχυση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας.
Tο υψηλό επίπεδο εκπαιδεύσεως των Ελληνίδων συνεπάγεται ότι η περαιτέρω αύξηση του ποσοστού συμμετοχής τους στην αγορά εργασίας θα ενισχύσει το εργατικό δυναμικό ως συντελεστή της παραγωγής όχι μόνο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά, αναβαθμίζοντας το ανθρώπινο κεφάλαιο. Είναι καθοριστικής σημασίας λοιπόν να σχεδιασθεί μία πολιτική προς αυτήν την κατεύθυνση μέσω της παροχής κινήτρων για την ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας. Για παράδειγμα, η πρόσβαση σε εξειδικευμένα χρηματοδοτικά εργαλεία και δίκτυα υποστηρίξεως μπορεί να συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων που διαχειρίζονται ή ελέγχονται από γυναίκες.
Παράλληλα, η διαθεσιμότητα μεγαλύτερης ποικιλίας ευέλικτων μορφών εργασίας προς τις γυναίκες θα τους επιτρέψει να εξισορροπήσουν καλύτερα την εργασία τους με τις οικογενειακές υποχρεώσεις χωρίς οι τελευταίες να αποτελούν τροχοπέδη στην εργασιακή τους εξέλιξη. Για παράδειγμα, η τηλεργασία, η δυνατότητα συμπτύξεως των ωρών εργασίας σε συγκεκριμένες μέρες στη διάρκεια της εβδομάδας ή η μερική απασχόληση. Επιπλέον, ορισμένες δημοσιονομικές παρεμβάσεις, όπως για παράδειγμα η αναπροσαρμογή επιδομάτων τέκνου και άλλες παροχές, λειτουργούν υποστηρικτικά στα κίνητρα για επανένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας.
Η διαφορά μεταξύ των φύλων στην ηλικία συνταξιοδότησης είναι μεγάλη στην Ελλάδα (άνω των 5 ετών) καθώς τα κίνητρα για παραμονή στην εργασία είναι ασθενέστερα σε σχέση με τους άντρες. Τούτο είναι, μεταξύ άλλων, συνέπεια της μισθολογικής τους υστερήσεως και της χαμηλότερης θέσεως στην εργασιακή κλίμακα όπως είδαμε προηγουμένως. Μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα που θα συνδέουν στενότερα το ύψος των παροχών με τα έτη εργασίας μπορεί να αποθαρρύνουν την πρόωρη συνταξιοδότηση των γυναικών.
Παράλληλα, καθοριστικής σημασίας είναι η βελτίωση των υποδομών και της ποιότητας στις υπηρεσίες για την παιδική μέριμνα, και τη μέριμνα των ηλικιωμένων.