Tάσεις ομαλής προσαρμογής της οικονομικής δραστηριότητας στο περιβάλλον
που διαμορφώνεται, μετά τις αυξήσεις της φορολογίας στην κατανάλωση και των
ασφαλιστικών εισφορών, «διαβάζει» η Alpha Bank, σύμφωνα με το νέο οικονομικό
δελτίο της, στις ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ την περασμένη εβδομάδα για την ανεργία
και τον πληθωρισμό.
Ειδικότερα, στο μέτωπο της ανεργίας η εικόνα βελτιώνεται συνεχώς εντός
του 2016, έστω και με αργό ρυθμό. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα μηνιαία εποχικά
διορθωμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, στο πλαίσιο της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού για
άτομα ηλικίας 15-74 ετών, το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε περαιτέρω στο 23,3% του
εργατικού δυναμικού τον Απρίλιο του 2016 (Μάρτιος 2016: 23,7%), έναντι 25,3%
και 27,1% τον Απρίλιο του 2015 και 2014 αντίστοιχα. Η σταδιακή αποκλιμάκωση της
ανεργίας οφείλεται, τόσο στη συνεχή μείωση των ανέργων, όσο και στην άνοδο της
απασχολήσεως, αν και με σημαντικά χαμηλότερο ρυθμό.
Ο αριθμός των ανέργων υποχώρησε σημαντικά κατά 7,5%, σε ετήσια βάση, τον
Απρίλιο 2016, έναντι μειώσεως κατά 7,0% τον προηγούμενο μήνα και κατά 7,2% τον
Απρίλιο του 2015 (Γράφημα 1). Παράλληλα, αυξήθηκε ο αριθμός των απασχολουμένων
κατά 3,0%, σε ετήσια βάση, τον Απρίλιο 2016 (Μάρτιος 2016: +3,3%), έναντι
χαμηλότερου ρυθμού αυξήσεως κατά 2,1% τον Απρίλιο του 2015. Συνεπώς, η αύξηση
της απασχόλησης μόνο μερικώς μπορεί να ερμηνεύσει τον μειωμένο αριθμό ανέργων.
Άλλοι ερμηνευτικοί παράγοντες είναι η έξοδος από το εργατικό δυναμικό λόγω
συνταξιοδοτήσεως, η παύση αναζητήσεως εργασίας λόγω απογοητεύσεως και η εύρεση
εργασίας στην αλλοδαπή.
Όπως αναφέρουν οι αναλυτές της Alpha Bank, αξίζει να διερευνηθεί από
ποιες κατηγορίες απασχολήσεως προήλθε η μικρή αυτή βελτίωση του αριθμού των
απασχολουμένων, ώστε να γίνει αντιληπτό σε ποιο βαθμό συντελούνται ουσιώδεις
αλλαγές στη δομή της αγοράς εργασίας.
Το ποσοστό προσωρινής εργασίας, ήτοι ο αριθμός των μισθωτών με
συμβόλαια προσωρινής απασχολήσεως ως προς το σύνολο των μισθωτών ηλικίας 15-74
ετών, μειώθηκε ελαφρά στο 10,6% στο πρώτο τρίμηνο του 2016, έναντι 10,8% στο
αντίστοιχο τρίμηνο του 2015 και 11,7% συνολικά το περασμένο έτος.
Επισημαίνεται παράλληλα η σημαντική αύξηση της μισθωτής απασχολήσεως
κατά 5,8%, σε ετήσια βάση, στο πρώτο τρίμηνο του 2016, ενώ αντίθετα, η
απασχόληση στο σύνολο των αυτοαπασχολουμένων μειώθηκε οριακά κατά 0,8%
αντίστοιχα. Ωστόσο, η μείωση αυτή προήλθε κυρίως από την ελάττωση του αριθμού
των αυτοαπασχολούμενων χωρίς προσωπικό (-5,8%).
Δεύτερον, στο πεδίο των τιμών, ο εναρμονισμένος πληθωρισμός στην Ελλάδα
συγκλίνει προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα
υψηλότερου αποπληθωρισμού, κυρίως λόγω της επιπτώσεως των αυξημένων φορολογικών
συντελεστών. Συγκεκριμένα, τον Ιούνιο, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών
καταναλωτή έλαβε θετικό πρόσημο για πρώτη φορά από τον Φεβρουάριο του 2013 και
διαμορφώθηκε σε +0,2% από -0,2% τον προηγούμενο μήνα και -1,1% στον ίδιο μήνα
του 2015. Παράλληλα, ο αντίστοιχος δείκτης για τη Ζώνη του Ευρώ διαμορφώθηκε
τον Ιούνιο σε +0,1% από -0,1 τον Μάιο του 2016 (Γράφημα 2). Σημαντική αύξηση
παρουσίασε και ο εναρμονισμένος δομικός πληθωρισμός που διαμορφώθηκε σε +1,1%
τον Ιούνιο από +0,7% τον Μάιο του 2016, ενώ ο αντίστοιχος δείκτης της Ευρωζώνης
ήταν +0,8% τόσο τον Μάιο όσο και τον Ιούνιο.
Παρά τη διατήρηση του ελληνικού πληθωρισμού για μεγάλο χρονικό διάστημα
σε αρνητικό έδαφος και επίπεδα σημαντικά χαμηλότερα από την Ευρωζώνη, οι τιμές
ορισμένων βασικών ειδών διατροφής, στην Ελλάδα, παραμένουν, το 2015, σε επίπεδο
άνω του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εξέλιξη που μεταξύ άλλων συνδέεται
με την ανερχόμενη φορολόγηση και τον ατελή ανταγωνισμό. Ειδικότερα, ο Δείκτης
Επιπέδου Τιμών (Price Level Index) που καταρτίζει η Eurostat δείχνει, σε
ισοτιμίες αγοραστικής δυνάμεως (PPPs), το επίπεδο των τιμών αγαθών και
υπηρεσιών σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως που καθορίζεται ως
βάση=100. Συγκεκριμένα, όταν το επίπεδο των τιμών της εκάστοτε χώρας είναι
υψηλότερο από 100, τότε το κόστος ζωής στη χώρα θεωρείται υψηλότερο σε σχέση με
τον μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο. Αντίθετα, όταν ο Δείκτης Επιπέδου Τιμών είναι
μικρότερος του 100, τότε η απόκτηση ενός δεδομένου βιοτικού επιπέδου θεωρείται
σχετικώς φθηνότερη.