Alpha Bank: Κίνδυνοι για την κατανάλωση από το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής

Το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται στην Ελλάδα κρύβει κινδύνους για την κατανάλωση, σημειώνει στο Εβδομαδιαίο Οικονομικό της Δελτίο η Alpha Bank.

Ο Προϋπολογισμός 2016 διατηρεί τη δημοσιονομική πειθαρχία, που είναι απαραίτητη για την αποκατάσταση της επενδυτικής εμπιστοσύνης αναθεωρώντας ωστόσο προς τα κάτω τους δημοσιονομικούς στόχους σύμφωνα με τη νέα συμφωνία με τους εταίρους, σχολιάζει η Alpha Bank.

Σύμφωνα με τη μεθοδολογία της Συμβάσεως Χρηματοδοτικής Διευκολύνσεως, ο Π2016 προβλέπει μικρό πρωτογενές έλλειμμα της Γενικής Κυβερνήσεως ύψους -0,25% του ΑΕΠ το 2015, και πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ το 2016.

Παράλληλα, στον Π2016 περιορίζεται σημαντικά η πρόβλεψη για τον ρυθμό του πραγματικού ΑΕΠ σε 0% το 2015 και -0,7% το 2016 (έναντι -2,3% και -1,3% που προέβλεπε το Προσχέδιο).

Η μικρότερη του αναμενομένου ύφεση σε συνδυασμό με την αναθεώρηση των στόχων καθιστούν εφικτή την επιτυχή εκτέλεση του Π2016 εξασφαλίζοντας την συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής δίχως μία μακράς διάρκειας επιστροφή της οικονομίας σε νέο υφεσιακό κύκλο.

Ειδικότερα, το 2016, προβλέπεται αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος του Κρατικού Προϋπολογισμού (σε ταμειακή βάση) στο 2,1% του ΑΕΠ, έναντι 1,9% του ΑΕΠ το 2015.

Το αποτέλεσμα αυτό προκύπτει από την αύξηση των τακτικών εσόδων του Τακτικού Προϋπολογισμού κατά 4,3%, λόγω των φορολογικών επιβαρύνσεων μέσω της αυξήσεως της φορολογίας φυσικών και νομικών προσώπων, έμμεσων φόρων (ΦΠΑ), αλλά και καταργήσεως παλαιότερων εκπτώσεων φόρων (όπως η κατάργηση της επιστροφής του ειδικού φόρου καταναλώσεως στο πετρέλαιο για αγροτική χρήση).

Το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται, δηλαδή αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων με ταυτόχρονη διατήρηση των πρωτογενών δαπανών στο ίδιο επίπεδο από το 2014 μέχρι και το 2016, ενέχει ορισμένους κινδύνους όσον αφορά κυρίως στο ύψος της αναμενόμενης υποχωρήσεως της ιδιωτικής καταναλώσεως.

Το συγκεκριμένο μείγμα πολιτικής έχει αποδειχθεί στο παρελθόν ότι συνδέεται με δυσμενέστερους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές. Μεγαλύτερη της αναμενόμενης, ωστόσο, υποχώρηση της ιδιωτικής καταναλώσεως, θα δυσχεράνει την συλλογή εσόδων.

Επιπλέον, έχει παρατηρηθεί και στο παρελθόν, ότι η αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ δεν εξασφαλίζει πάντοτε την αύξηση των εσόδων από έμμεσους φόρους, καθώς αυτό εξαρτάται, πλην του ύψους της υφέσεως που προκαλεί, και από την αποτελεσματικότητα του φοροελεγκτικού μηχανισμού. Από την άλλη πλευρά, η αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης, λόγω της σταθεροποιήσεως των δημόσιων οικονομικών, της επιτυχούς ανακεφαλαιοποιήσεως των τραπεζών και της προωθήσεως των διαρθρωτικών αλλαγών, δύναται να υπεραντισταθμίσει την ανωτέρω τυχόν αρνητική επίπτωση.

Τα δύο δομικά στοιχεία του Π2016, η πρόβλεψη για τον ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ και το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος ενδέχεται να επηρεασθούν, πρώτον, από την διόγκωση του προσφυγικού προβλήματος στα υψηλότερα μεταπολεμικά επίπεδα, και δεύτερον από την σημαντική ενίσχυση των γεωπολιτικών κινδύνων και των ασύμμετρων απειλών που αντιμετωπίζουν οι ανεπτυγμένες χώρες.

 

Οι συνέπειες των μεταναστευτικών ροών

 

Η Alpha Bank αναφέρεται και στις συνέπειες της απότομης ανόδου των μεταναστευτικών ροών, επικαλούμενη πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν για το δημοσιονομικό αντίκτυπο της προσφυγικής κρίσεως στις χώρες διελεύσεως (transit countries) και χώρες προορισμού προσφύγων (destination countries).

Οι κυριότερες χώρες διελεύσεως είναι η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ουγγαρία και χώρες προορισμού η Γερμανία, η Σουηδία, η Γαλλία, το Ην. Βασίλειο, η Αυστρία το Βέλγιο και η Ολλανδία.

Το 2015 αναμένεται να εισέλθουν στη χώρα μας περίπου 500 χιλ. άτομα με εθνικότητα εκτός ΕΕ, ενώ στην Ιταλία και την Ουγγαρία η σχετική μεταναστευτική ροή υπολογίζεται σε 165 χιλ. και 250 χιλ. αντιστοίχως.

Ειδικότερα, για τις χώρες διελεύσεως, όπως η Ελλάδα, οι πρόσθετες δημόσιες δαπάνες αφορούν σε δράσεις διασώσεως των προσφύγων, προστασίας των συνόρων, καταγραφής των αιτούντων άσυλο στα λεγόμενα hot spots, καθώς και προβλέψεως για τρόφιμα, υγειονομική περίθαλψη και στέγαση.

Η δημοσιονομική επίπτωση σε αυτές τις χώρες και στο συνολικό ισοζύγιο εκτιμάται κατά ανώτατο στο 0,2% του ΑΕΠ το 2015 και αναμένεται σταθεροποίηση το 2016.

Όσον αφορά στις χώρες προορισμού, οι δαπάνες περιλαμβάνουν δαπάνες για στέγαση, εκμάθηση της γλώσσας και εκπαίδευση των προσφύγων.

Για τις χώρες αυτές η δημοσιονομική επίπτωση στο συνολικό ισοζύγιο εκτιμάται επίσης κατ’ ανώτατο στο 0,2% του ΑΕΠ το 2015, αλλά με μικρή αύξηση το 2016.

Συνεπώς, η απότομη άνοδος των μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη μπορεί να επιφέρει τις ακόλουθες βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες.

Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα οι δαπάνες που προκύπτουν από την υποδοχή και την φιλοξενία των μεταναστών δυσχεραίνουν την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.

Παράλληλα, ενισχύουν την δημόσια κατανάλωση, που οδηγεί σε πρώτο χρόνο, σε μεγέθυνση του ΑΕΠ. Για την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών αυτών κραδασμών, που αναμένεται να παραγάγει η προσφυγική κρίση στην Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη προτείνει τροποποιήσεις στους προϋπολογισμούς του 2015 και 2016 προς την ενίσχυση των πόρων που διατίθενται για την προσφυγική κρίση.

Συνολικά η Επιτροπή αναμένεται να δαπανήσει € 9,2 δισ. για τον σκοπό αυτό το 2015 και το 2016.

Οι ανωτέρω εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη δημοσιονομική επίπτωση από την προσφυγική κρίση συμβαδίζουν με αυτές της πρόσφατης Έκθεσης του ΟΟΣΑ -World Economic Outlook- ότι το 2016 και το 2017, τα πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα, αναμένεται να ενισχύσουν τη συνολική ζήτηση στις ευρωπαϊκές οικονομίες.

Συγκεκριμένα, προβλέπεται να ανέλθουν σε περίπου 0,1 – 0,2% του ΑΕΠ.

Σε μακροπρόθεσμο εντούτοις ορίζοντα, για τις χώρες προορισμού των μεταναστών, αναμένεται ενίσχυση του ΑΕΠ λόγω ενσωματώσεως φθηνού εργατικού δυναμικού στην αγορά εργασίας, εξέλιξη που ενδέχεται να πιέσει, τόσο την απασχόληση, όσο και τις αποδοχές των εργαζομένων χαμηλής εξειδικεύσεως εξαιτίας της αυξήσεως της προσφοράς εργασίας. Καθώς οι μεταναστευτικές ροές αποτελούνται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους από νέους, πιθανότατα θα επηρεασθεί και το μίγμα του εργατικού δυναμικού.

Στις χώρες εκείνες που χαρακτηρίζονται από γήρανση του πληθυσμού που επιβαρύνει τους δημόσιους προϋπολογισμούς, ο αντίκτυπος από την εισροή νέου χαμηλά αμειβόμενου εργατικού δυναμικού θα είναι πιθανότατα θετικός, καθώς σταθεροποιεί τις ασφαλιστικές εισφορές.

Σχετική μελέτη της Credit Suisse για το προσφυγικό ζήτημα αναφέρει ότι η εισροή προσφύγων θα αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες, που θα μπορούσαν βραχυπρόθεσμα να προσθέσουν στην ανάπτυξη ποσοστό 0,2%-0,3% στις ευρωπαϊκές οικονομίες και μακροπρόθεσμα μέσω της ενσωματώσεως του νέου εργατικού δυναμικού, θα μπορούσαν να ενισχύσουν το δυνητικό προϊόν κατά 0,2% κατά μέσο όρο ετησίως, από το 2015-2023.

Εξάλλου, η ενδυνάμωση των γεωπολιτικών κινδύνων στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο μπορεί να πλήξει σημαντικά την επενδυτική δραστηριότητα λόγω του κλίματος αβεβαιότητας.

Ενδέχεται παράλληλα να έχει σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις εξαιτίας του υψηλού κόστους για την ενίσχυση της εσωτερικής ασφάλειας καθώς και των δαπανών για τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων στις περιοχές από τις οποίες προέρχονται οι τρομοκρατικές απειλές.

Τέλος, η επιδείνωση των γεωπολιτικών συνθηκών σε συνδυασμό με το προσφυγικό πρόβλημα συμπιέζει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο την τουριστική κίνηση.

Ωστόσο, το τελικό αποτέλεσμα επί της ελληνικής τουριστικής δραστηριότητας, θα εξαρτηθεί από την συγκριτική επίδραση που θα υπάρξει στις ανταγωνίστριες προς την Ελλάδα χώρες.

Exit mobile version