Την απόφαση του υπουργικού συμβουλίου για την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2%, δηλαδή στα 663 ευρώ από την 1η Ιανουαρίου του 2022 σχολίασαν ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, Βασίλης Κορκίδης, ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος αλλά και η ΓΣΕΕ.
Αναλυτικά:
Κορκίδης: Το ΔΣ του ΕΒΕΠ επικροτεί τη συμβολική αύξηση του κατώτατου μισθού
“Το ΔΣ του ΕΒΕΠ επικροτεί τη συμβολική και ρεαλιστική αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2%, σύμφωνα με τα επίπεδα του ετήσιου πληθωρισμού”, τόνισε ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, Βασίλης Κορκίδης, μετά τη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
“Η απόφαση του πρωθυπουργού σηματοδοτεί τις μελλοντικές προθέσεις της κυβέρνησης για αξιοπρεπείς μισθούς και καλοπληρωμένη εργασία. Μια μικρή, αλλά σταδιακή και σταθερή αύξηση δεν θέτει σε κίνδυνο την υφιστάμενη απασχόληση, δεν προβληματίζει τις επιχειρήσεις και δεν περιορίζει τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Δει δη χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν έστι γενέσθαι των δεόντων, έλεγε ο Δημοσθένης”, συμπλήρωσε ο κ. Κορκίδης.
Μίχαλος: Χρυσή τομή η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2%
“Χρυσή τομή” χαρακτήρισε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος, την απόφαση για αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2%, ενώ επανέλαβε το αίτημα για μείωση φόρων κα ασφαλιστικών εισφορών.
“Η απόφαση αυτή” τόνισε “αποτελεί τη χρυσή τομή για την κοινωνική συνοχή, καθώς δίνει έστω και μικρές ανάσες στους εργαζομένους, ενώ επιφέρει επίσης μία μικρή επιβάρυνση στο σύνολο των επιχειρήσεων.
Θεωρούμε ότι για να υπάρξει απόλυτη ισορροπία, η απόφαση αυτή για αύξηση του κατώτατου μισθού θα πρέπει να συνοδευτεί από μειώσεις των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων και μειώσεις των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών.
Και βεβαίως, οι επιχειρήσεις για να μπορέσουν να κρατηθούν στη ζωή εξαιτίας και των τεράστιων οικονομικών προβλημάτων που έχουν δημιουργηθεί από την πανδημία, θα πρέπει να ενισχυθούν περαιτέρω τόσο από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, όσο και γενικότερα από άλλα κοινοτικά κονδύλια”.
ΓΣΕΕ: Κατώτερη των προσδοκιών και των αναγκών των εργαζομένων η κατά μόλις 2% αύξηση του κατώτατου μισθού
προστασία ενός τμήματος της κοινωνίας από τη φτωχοποίηση, το ύψος όμως του
κατώτατου μισθού στη χώρα μας και η μόλις 2% αύξηση που ανακοίνωσε σήμερα ο
Πρωθυπουργός, δε μπορεί σε καμία περίπτωση να διασφαλίσει ένα αξιοπρεπές
επίπεδο διαβίωσης.
Η οριακή αύξηση του κατώτατου μισθού και μάλιστα από 1.1.2022, δεν ενισχύει
σε καμία περίπτωση την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα και ανάπτυξη, δε
βελτιώνει τις συνθήκες διαβίωσης και φυσικά δε μειώνει την ανασφάλεια και
επισφάλεια που διακρίνουν σήμερα την αγορά εργασίας.
Η ΓΣΕΕ, έχει τεκμηριώσει μέσω του Ινστιτούτου εργασίας της Συνομοσπονδίας, το
αίτημά της για την αναγκαιότητα άμεσης επαναφοράς του κατώτατου μισθού στα 751
ευρώ και στη συνέχεια της προσαρμογής του στο 60% του διαμέσου ακαθάριστου
μισθού πλήρους απασχόλησης, δηλαδή στα 809 ευρώ, με την υπογραφή Εθνικής
Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Η αύξηση
των 13 ευρώ την οποία αποφάσισε η κυβέρνηση δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο
κατώτατος μισθός βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας, με ότι αυτό
συνεπάγεται για τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους.
Οι εργαζόμενοι στη χώρα μας, κρίνουν κατώτερη των προσδοκιών και των
αναγκών τους την απόφαση της Κυβέρνησης. Σε μία κρίσιμη για αυτούς περίοδο λόγω
και της πανδημίας -και μετά από 11 συνεχή χρόνια μνημονίων και σκληρών
δημοσιονομικών μέτρων- χρειάζονται την ουσιαστική ενίσχυση των εισοδημάτων και
της προστασίας τους, την καταπολέμηση της παραβατικότητας σε βάρος τους και τη
θεσμική κατοχύρωση και ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των
συμβάσεων εργασίας” .