Το πρώτο μεγάλο βήμα για τη μεταρρύθμιση της επικουρικής ασφάλισης έγινε, καθώς τέθηκε σε διαβούλευση το νομοσχέδιο που αλλάζει ριζικά το τοπίο μετατρέποντας το σύστημα από διανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό. Το νομοσχέδιο προβλέπει την ίδρυση νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία «Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης» (Τ.Ε.Κ.Α.), καθώς και την ενίσχυση του με έμψυχο δυναμικό ώστε να μπορέσει να σηκώσει το βάρος της μεγάλης αλλαγής. Προς αυτή την κατεύθυνση προβλέπεται η πρόσληψη 100 διοικητικών υπαλλήλων, προκειμένου να λειτουργήσει πριν την 1.1.2021 που θα ξεκινήσει η εφαρμογή του νέους συστήματος επικουρικής ασφάλισης. Πρόκειται για 25 θέσεις Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού, 45 θέσεις Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), 15 θέσεις Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), 10 θέσεις Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και 5 θέσεις Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ).
Το Ταμείο θα στελεχωθεί με μόνιμους και εποχικούς, ενώ η κάλυψη των κενών θέσεων θα πραγματοποιείται με διορισμό ή πρόσληψη. Παράλληλα, προβλέπεται κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων του Ταμείου με μετάταξη ή απόσπαση προσωπικού από φορείς της Γενικής Κυβέρνησης.
Για την πλήρωση των θέσεων που απαιτούν επιστημονική εξειδίκευση, ιδίως σε σχέση με την επενδυτική και αναλογιστική λειτουργία, τον εσωτερικό έλεγχο, και τη διαχείριση κινδύνων, το Ταμείο μπορεί να προσλάβει προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου, ύστερα από έκδοση πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος. Το ΤΕΚΑ θα έχει έδρα στην Αθήνα και μπορεί να ιδρύει υποκαταστήματα οπουδήποτε στην Επικράτεια. Υπάγεται στην εποπτεία του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, καθώς και της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για τα θέματα της αρμοδιότητάς τους.
Οι πόροι του νέου ταμείου
Για την πρώτη πενταετία λειτουργίας του, το Ταμείο θα λαμβάνει ετησίως επιχορήγηση από τον τακτικό προϋπολογισμό του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων για την κάλυψη των λειτουργικών εν γένει δαπανών του, ενώ οι πόροι του θα αντλούνται από τα έσοδα από τις ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων και των εργοδοτών, τις αποδόσεις από τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου, τα λοιπά έσοδα, πόροι, περιουσιακά στοιχεία που προβλέπονται από τη νομοθεσία και οι πρόσοδοί τους, τους πόρους που προέρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από την επιχορήγηση από τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων για την κάλυψη της δαπάνης που αφορά στις πάσης φύσεως αποδοχές των οργάνων διοίκησης του Ταμείου και του προσωπικού που υπηρετεί σε αυτό με οποιαδήποτε σχέση εργασίας.
Το ύψος των κρατήσεων, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσοστό του 1% επί των καταβαλλόμενων εισφορών, καθορίζεται ετησίως με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, ύστερα από σχετική εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, ενώ σύμφωνα με το νομοθετικό πλαίσιο οι ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων θα υπόκεινται σε κρατήσεις, οι οποίες σχηματίζουν το αποθεματικό λειτουργίας του Ταμείου και χρησιμοποιούνται, ιδίως, για την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών του Ταμείου.
Πώς λειτουργεί το νέο σύστημα
Για κάθε νέο ασφαλισμένο θα δημιουργηθεί ατομικός λογαριασμός, στον οποίο θα κατευθύνονται οι εργοδοτικές και εργατικές εισφορές για επικουρική ασφάλιση που έχουν καταβληθεί από τον εργοδότη για τον μισθωτό ή από τον ίδιο τον εργαζόμενο -εφόσον πρόκειται για αυτοαπασχολούμενο- καθώς και οι αποδόσεις των επενδύσεων που αντιστοιχούν στις εισφορές του. Στον ατομικό κουμπαρά του κάθε ασφαλισμένου θα απεικονίζονται λογιστικά τουλάχιστον οι καταβλητέες εισφορές, οι καταβληθείσες εισφορές, οι οφειλόμενες εισφορές, οι αποδόσεις από την επένδυση των καταβληθεισών εισφορών και οι κρατήσεις.
Το Ταμείο παρέχει στους ασφαλισμένους ένα προκαθορισμένο επενδυτικό πρόγραμμα κύκλου ζωής, το οποίο αξιολογείται από το Δ.Σ. ως το πλέον ενδεδειγμένο για τον μέσο ασφαλισμένο. Με την υπαγωγή στην ασφάλιση του Ταμείου, οι ασφαλισμένοι κατατάσσονται αυτόματα στο προκαθορισμένο επενδυτικό πρόγραμμα.
Το Ταμείο μπορεί να παρέχει στους ασφαλισμένους περισσότερα του ενός επενδυτικά προγράμματα κύκλου ζωής με διαφοροποιημένο επενδυτικό κίνδυνο σε σχέση με το προκαθορισμένο. Οι ασφαλισμένοι μπορούν να επιλέξουν διαφορετικό επενδυτικό πρόγραμμα ή συνδυασμό προγραμμάτων από το προκαθορισμένο υποβάλλοντας μια απλή αίτηση, αφού συμπληρώσουν και υποβάλουν ηλεκτρονικά ερωτηματολόγιο αξιολόγησης και προσδιορισμού ατομικών επενδυτικών χαρακτηριστικών που διατίθεται από το Ταμείο, με βάση το οποίο προτείνεται το πλέον κατάλληλο επενδυτικό πρόγραμμα για τον ενδιαφερόμενο ασφαλισμένο. To TEKA θα μπορεί να συνάπτει συμβάσεις διαχείρισης μέρους των περιουσιακών του στοιχείων με εξωτερικούς διαχειριστές επενδύσεων.
Ποιους αφορά
Στο νέο σύστημα συμμετέχουν υποχρεωτικά όλα τα πρόσωπα –ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας- που αναλαμβάνουν για πρώτη φορά από 1.1.2022 και εφεξής εργασία-απασχόληση ή αποκτούν ασφαλιστέα ιδιότητα, για την οποία υφίσταται μέχρι την ανωτέρω ημεροχρονολογία υποχρέωση υπαγωγής στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-Ε.Φ.Κ.Α. Στην αξιολογούμενη ρύθμιση προβλέπεται επιπλέον η δυνατότητα προαιρετικής υπαγωγής στην ασφάλιση του Ταμείου, όσων είναι ήδη ασφαλισμένοι – υποχρεωτικά ή προαιρετικά – στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-Ε.Φ.Κ.Α. και έχουν γεννηθεί από 1.1.1987 και εξής.
Στα προαιρετικά υπακτέα πρόσωπα ανήκουν, επίσης, εφόσον δεν έχουν συμπληρώσει το τριακοστό πέμπτο (35ο) έτος της ηλικίας τους κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης υπαγωγής στην ασφάλιση του Ταμείου οι αυτοαπασχολούμενοι υγειονομικοί, τα πρόσωπα που ασκούν επάγγελμα υπαγόμενο στην ασφάλιση του πρώην Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) και τα πρόσωπα που βάσει ειδικής ή γενικής διάταξης νόμου εξαιρούνται της υποχρεωτικής υπαγωγής στην ασφάλιση άλλου φορέα επικουρικής ασφάλισης. Τα πρόσωπα αυτά μπορούν να ασκήσουν το εν λόγω δικαίωμα οποτεδήποτε μέχρι τη συμπλήρωση του τριακοστού πέμπτου (35ου) έτους της ηλικίας τους. Κατά τον χρόνο επέλευσης των καλυπτόμενων κοινωνικοασφαλιστικών κινδύνων το κράτος εγγυάται την καταβολή ελάχιστης ανταποδοτικής μηνιαίας επικουρικής σύνταξης.
Ως ελάχιστη ανταποδοτική μηνιαία επικουρική σύνταξη νοείται το ποσό της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης που υπολογίζεται στη βάση της πραγματικής αξίας του συνόλου των καταβληθεισών εισφορών, όπως αυτές απεικονίζονται λογιστικά στους ατομικούς λογαριασμούς των ασφαλισμένων κατά τον χρόνο επέλευσης των καλυπτόμενων κοινωνικοασφαλιστικών κινδύνων.
Τι κερδίζουν οι ασφαλισμένοι
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας:
– Eνας εργαζόμενος που αμείβεται με τον βασικό μισθό των 650 ευρώ, μετά από 40 χρόνια ασφάλισης θα λάβει με το σημερινό σύστημα επικουρική σύνταξη 153 ευρώ τον μήνα.
– Με το νέο, κεφαλαιοποιητικό σύστημα και με ένα συντηρητικό σενάριο για τις αποδόσεις των αποταμιεύσεων του ίδιου εργαζόμενου για 40 έτη (με βάση τη μέση απόδοση κεφαλαιοποιητικών συστημάτων των χωρών του ΟΟΣΑ), ο εργαζόμενος θα πάρει σύνταξη 219 ευρώ, δηλαδή θα έχει μια αύξηση 43% σε σχέση με το παλιό σύστημα.
– Με βάση τις αποδόσεις που έχουν ιστορικά (2003 – 2020) τα αποθεματικά του ΕΦΚΑ από τη διαχείριση που γίνεται μέσω του Μεικτού Αμοιβαίου Κεφαλαίου της ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών, το νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα υπολογίζεται ότι θα έδινε στον ίδιο εργαζόμενο επικουρική σύνταξη 257 ευρώ, δηλαδή θα υπήρχε μια αύξηση της τάξεως του 68%, σε σχέση με το σημερινό σύστημα.
Αντίστοιχα, η επικουρική που αντιστοιχεί σε μισθό 1.500 ευρώ και 40 έτη ασφάλισης ανέρχεται σε 153 ευρώ σήμερα, ενώ οι υπολογισμοί του υπουργείου Εργασίας αναφέρουν πως με το νέο σύστημα η επικουρική θα φτάσει στα 505 ευρώ (+ 43%) και αναμένεται να ανέλθει σε 594 ευρώ.
Κόστος μετάβασης
To κόστος μετάβασης στο νέο καθεστώς υπολογίζεται από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή μεταξύ 49 και 78 δισ. ευρώ.Στο βασικό σενάριο, με επιτόκιο προεξόφλησης 3,5% και παραδοχή ότι στο νέο σύστημα θα ενταχθεί το 20% των νέων έως 35 ετών που βρίσκονται σήμερα ασφαλισμένοι στο ΕΤΕΑΕΠ, καθώς και το 5% των ελεύθερων επαγγελματιών που δεν έχει σήμερα υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση, το κόστος μετάβασης εκτιμάται σε 56 δισ. ευρώ. Στο βασικό σενάριο της αναλογιστικής μελέτης, το κόστος της μετάβασης για την πρώτη δεκαετία ανέρχεται σωρευτικά σε 3 δισ. ευρώ.