Στην Ελλάδα, περισσότερο από άλλες χώρες, είναι εντονότερο το φαινόμενο του «επιλεκτικού ζευγαρώματος», όπου ένα μεγάλο ποσοστό εργαζόμενων ζευγαριών αποτελείται από συντρόφους του ίδιου περίπου εισοδηματικού επιπέδου, αναφέρει σε έκθεσή του οΣΕΒ.
“Το φαινόμενο αυτό φαίνεται να έχει ενταθεί κατακόρυφα στη διάρκεια της κρίσης, καθώς το ένστικτο της επιβίωσης σε μια εξαιρετικά δύσκολη οικονομικά περίοδο φαίνεται, ενδεχομένως, να αποθάρρυνε την προσέγγιση συντρόφων χαμηλότερων εισοδηματικά κλιμακίων”, σημειώνει.
Αν και η ανισότητα εισοδήματος και πλούτου στην Ελλάδα βρίσκεται στο ίδιο ή χαμηλότερο επίπεδο με τον ΟΟΣΑ, η χώρα μας κατατάσσεται σε υψηλότερα επίπεδα συνολικής ανισότητας και στέρησης σε σχέση με τις περισσότερες, ευρωπαϊκές κυρίως, χώρες, του Οργανισμού σύμφωνα με την έκθεση του ΣΕΒ.
Όπως αναφέρει ο Σύνδεσμος στο οικονομικό δελτίο του, με θέμα “OΟΣΑ: Ίσες ευκαιρίες για μείωση των ανισοτήτων και καλύτερη ποιότητα ζωής”, το 12,9% των Ελλήνων βρίσκεται κάτω από το εισοδηματικό όριο της φτώχειας, έναντι 11,5% στον ΟΟΣΑ.
Το 55,4% των Ελλήνων θεωρείται «οικονομικά ευάλωτο» (έναντι 38,9% στον ΟΟΣΑ) καθώς, αν και δεν έχει εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας, δεν διαθέτει ένα μαξιλάρι συντήρησής του για τρεις μήνες, και, συνεπώς, είναι εύκολο να πέσει κάτω από το όριο φτώχειας σε περίπτωση απώλειας της εργασίας του.
Η έκθεση του ΣΕΒ
“- Η κοινωνική ανισότητα αξιολογείται διεθνώς στη βάση, αφενός, δεικτών ανισοκατανομής εισοδήματος και πλούτου και, αφετέρου, πιο σύνθετων δεικτών ποιότητας ζωής σε διάφορα στρώματα του πληθυσμού με ειδικότερα χαρακτηριστικά, όπως κατηγοριοποιούνται κατά φύλο, ηλικία, εκπαιδευτικό επίπεδο, κ.ο.κ. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιούνται και δείκτες στέρησης στη βάση του ποσοστού του πληθυσμού που, σε μια σειρά από δείκτες ευημερίας, πέφτει κάτω από ένα ελάχιστο όριο ποιότητας ζωής, και που θεωρείται χαμηλό από κοινωνικής σκοπιάς, καθώς υπονομεύει την κοινωνική συνοχή. Στη βάση, λοιπόν, και των παραπάνω δεικτών ανισοτήτων και στέρησης, και όχι μόνο της οικονομικής ανισότητας, στο σημερινό δελτίο επιχειρείται μια πιο εμπεριστατωμένη αξιολόγηση του επιπέδου ευημερίας της ελληνικής κοινωνίας, με στοιχεία από την βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ, σε σχέση και με τις άλλες αναπτυγμένες χώρες. Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία αναφέρονται στο 2018 ή σε προγενέστερα χρόνια, χωρίς αυτό να μειώνει την εγκυρότητα των συμπερασμάτων, μια και τα στοιχεία ανισοτήτων και στέρησης μεταβάλλονται με πολύ αργούς ρυθμούς από χρόνο σε χρόνο. Οι ανισότητες με βάση τα διάφορα κριτήρια, αλλά και οι δείκτες στέρησης, ομαδοποιούνται κατά πόσον εμφανίζουν χαμηλή, μεσαία ή υψηλή ένταση σε σχέση με άλλες χώρες, και οι διάφορες χώρες κατατάσσονται αναλόγως του ποσοστού δεικτών που εμφανίζουν χαμηλή ανισότητα και στέρηση.
-Όσον αφορά στη σύγκριση με βάση το φύλο, η Ελλάδα εμφανίζει σχετικά χαμηλές ανισότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το ίδιο συμβαίνει στη βάση της ηλικίας των ατόμων στο εργατικό δυναμικό, αν και οι ανισότητες αυξάνονται οριακά, και η ποιότητα ζωής εξασθενεί αντίστοιχα, σε μεγαλύτερες ηλικίες. Αν και σε επίπεδο σχετικών εισοδημάτων οι διαφορές είναι μικρές σε σχέση με άλλες χώρες, ο καθαρός πλούτος των νοικοκυριών χονδρικά στις ηλικίες 20-30 ετών διαμορφώνεται στο 47% του επιπέδου των νοικοκυριών στις ηλικίες 30-50 ετών, έναντι 38% στον ΟΟΣΑ και 18% στις ΗΠΑ. Αντίστοιχα, ο καθαρός πλούτος των νοικοκυριών στις ηλικίες 50-64 ετών ανέρχεται σε 95% εκείνου στις ηλικίες 30-50 ετών, έναντι 130% στον ΟΟΣΑ και 204% στις ΗΠΑ. Ενδεχομένως, τα μεγέθη αυτά να σηματοδοτούν την στήριξη των μικρότερων σε ηλικία από τις μεγαλύτερες σε ηλικία γενεών, είτε στα πρώτα χρόνια της παραγωγικής ζωής, στήριξη των νέων ζευγαριών σε χρήμα και είδος, είτε και μετέπειτα (μέσω γονικών παροχών), με προσδοκώμενο ανταποδοτικό αντάλλαγμα την στήριξη των ηλικιωμένων από τις νεότερες γενιές.
Επίσης, στο πλαίσιο αυτό, στην Ελλάδα περισσότερο από άλλες χώρες, είναι εντονότερο το φαινόμενο του «επιλεκτικού ζευγαρώματος», όπου ένα μεγάλο ποσοστό εργαζόμενων ζευγαριών αποτελείται από συντρόφους του ίδιου περίπου εισοδηματικού επιπέδου. Το φαινόμενο αυτό φαίνεται να έχει ενταθεί κατακόρυφα στη διάρκεια της κρίσης, καθώς το ένστικτο της επιβίωσης σε μια εξαιρετικά δύσκολη οικονομικά περίοδο φαίνεται, ενδεχομένως, να αποθάρρυνε την προσέγγιση συντρόφων χαμηλότερων εισοδηματικά κλιμακίων. Όλες αυτές οι πρακτικές, όμως, διαιωνίζουν τις ανισότητες, και, συνεπώς είναι σημαντικό η πολιτεία να προσφέρει αντισταθμιστικές πολιτικές που δημιουργούν ίσες ευκαιρίες για όλους, και, κυρίως, ευκαιρίες μεταξύ άλλων στην εκπαίδευση, την υγεία, και επαγγελματική κατάρτιση, αλλά και την πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα, για να μπορέσουν και άνθρωποι που δεν διαθέτουν αρχική πριμοδότηση, να βελτιώσουν τις προοπτικές της ζωής τους στη διάρκεια του εργασιακού βίου”.