Περισσότερο φθηνό χρήμα στις τράπεζες και πάγωμα των επιτοκίων τουλάχιστον έως το τέλος του 2019 ανακοίνωσε, μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, προκειμένου να αναχαιτίσει την απροσδόκητη επιβράδυνση της οικονομίας στην Ευρωζώνη.
Η ΕΚΤ αναθεώρησε σημαντικά προς τα κάτω την πρόβλεψή της για τον ρυθμό ανάπτυξης φέτος στο 1,1% από 1,7% τον περασμένο Δεκέμβριο.
Σε «απάντηση» των νέων δεδομένων, η ΕΚΤ αποφάσισε, σήμερα, ομόφωνα, να προσφέρει πρόσθετη στήριξη σε τέσσερα μέτωπα:
Πρώτον, σε αυτό των επιτοκίων, καθώς, επεκτείοντας τον χρόνο που θα κρατήσει παγωμένα τα επιτόκια τουλάχιστον ως το τέλος του 2019. Μέχρι χθες, η ΕΚΤ είχε δεσμευτεί να κρατήσει αμετάβλητα τα επιτόκια μέχρι το τέλος του καλοκαιριού του 2019.
Το δεύτερο μέτωπο αφορά τη συνέχιση της πολιτικής επανεπένδυσης των ομολόγων που λήγουν. Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να αγοράζει από την αγορά επιλέξιμα ομόλογα προκειμένου να αντικαθιστά με τα ομόλογα που κατέχει και λήγουν.
Από την παράταση του μέτρου αυτού μπορεί να ωφεληθεί και η Ελλάδα, εφόσον τα ομόλογα του δημοσίου γίνουν επιλέξιμα, κάτι που προϋποθέτει ότι θα έχουν επενδυτική διαβάθμιση από τους οίκους αξιολόγησης (σήμερα, πάντως, μετά και τις πρόσθετες αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της, η Ελλάδα απέχει τρεις βαθμίδες από την επενδυτική διαβάθμιση).
Το τρίτο μέτρο αφορά την παροχή φθηνών διετών δανείων προς τις τράπεζες μέσω του προγράμματος TLTRO.
Tέλος, η ΕΚΤ θα συνεχίσει να καλύπτει πλήρως τις ανάγκες βραχυπρόθεσμης ρευστότητας των τραπεζών με σταθερό επιτόκιο.
Η δέσμη αυτή των μέτρων, όπως είπε ο Μάριο Ντράγκι, συνιστά πρόσθετη στήριξη, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι εξωγενείς παράγοντες που ευθύνονται για την επιβράδυνση της οικονομίας. Ο ίδιος εκτίμησε ότι ο κίνδυνος περαιτέρω επιβράδυνσης είναι υπαρκτός.
Η ΕΚΤ εκτιμά ότι το ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα αυξηθεί 1,6% το 2019 έναντι 1,7% που εκτιμούσε τον περασμένο Δεκέμβριο και το 2021 στο 1,5%. Δυσοίωνες είναι οι προβλέψεις και για τον πληθωρισμό, καθώς η πρόβλεψη για φέτος διαμορφώνεται στο 1,6% από 1,8% και το 2020 στο 1,5% από 1,7%.
Τα παραπάνω είχαν αρνητική επίπτωση στην ισοτιμία ευρώ, το οποίο υποχώρησε στα 1,1244 δολ. από το επίπεδο των 1,1307 που διαπραγματευόταν νωρίς το πρωί.