Υπάρχει πιθανότητα η Ελλάδα να ακολουθήσει το παράδειγμα της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας και να βγει από το πρόγραμμα διάσωσής της που λήγει τον Αύγουστο 2018 χωρίς να χρειαστεί νέο πρόγραμμα, σύμφωνα με ανάλυση της IHS Markit.
Όπως επισημαίνει η IHS Markit, μετά από 8 χρόνια, υπάρχει πραγματική προοπτική η Ελλάδα να μην βρίσκεται σε πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, όταν λήξει το τρέχον πρόγραμμα διάσωσης τον Αύγουστο. Η οικονομία της χώρας επιτέλους αναπτύσσεται, οι αποδόσεις των ομολόγων έχουν μειωθεί σημαντικά, και η πολιτική κατάσταση έχει παραμείνει πιο σταθερή απ’ όσο πίστευαν πολλοί.
Ωστόσο, αυτή η θετική εικόνα θα μπορούσε να αλλάξει πού γρήγορα και ο δρόμος προς την έξοδο από το πρόγραμμα διάσωσης περιλαμβάνει πολλαπλές προκλήσεις:
-Πρώτον, οι Ελληνικές τράπεζες πρέπει να λάβουν το «οκ» από την ΕΚΤ στα stress tests που αναμένεται να ανακοινωθούν στις αρχές Μαΐου.
-Στη συνέχεια, υπάρχει το θέμα της ολοκλήρωσης της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης του τρέχοντος προγράμματος, που περιλαμβάνει την ανάγκη έγκρισης πολλών πολιτικών που πιθανόν θα είναι πολιτικά δύσκολες. Πράγματι, δεν είναι αδιανόητο το τρέχον πρόγραμμα διάσωσης να χρειαστεί να παραταθεί για μια μικρή χρονική περίοδο μετά τον Αύγουστο προκειμένου να υπάρξει περισσότερος χρόνος για διαπραγματεύσεις.
Επιπλέον, για να υπάρξει μια «καθαρή» έξοδος, πρέπει να συνεχιστεί η οικονομική ανάκαμψη που ξεκίνησε το 2017. Οι όποιες ανησυχίες πως η Ελλάδα μπορεί να κάνει πίσω σε μελλοντικές και προηγούμενες μεταρρυθμίσεις, ή να οπισθοχωρήσει από πολιτικές που στόχο έχουν να μειώσουν το δημόσιο χρέος της, πιθανότατα θα έχουν αρνητική επίπτωση στη ζήτηση για το χρέος της και θα οδηγήσουν σε αυξανόμενες πιέσεις ρευστότητας σε κρατικό επίπεδο. Ομοίως, η δυνατότητα της Ελλάδας να χρηματοδοτείται στην αγορά ομολόγων ίσως υπονομευτεί αν οι συνθήκες στις διεθνείς αγορές επιδεινωθούν. Η απόφαση των επίσημων πιστωτών για το αν θα χορηγηθεί περαιτέρω ελάφρυνση χρέους θα έχει επίσης πιθανότατα επίπτωση στη ζήτηση για το Ελληνικό χρέος. Ένα υγιές «μαξιλάρι» ρευστότητας θα βοηθήσει στη διαχείριση μιας βραχυπρόθεσμης μεταβλητότητας στην αγορά, όμως δεν θα προστατεύσει εντελώς την Ελληνική οικονομία από τις επιδεινούμενες συνθήκες της αγοράς.
Υποθέτοντας πως η οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται, πως η τέταρτη αξιολόγηση προχωρήσει ομαλά, και πως οι συνθήκες στην αγορά παραμένουν ομαλές, η απόφαση για το αν θα επιδιωχθεί μια «καθαρή» έξοδος ή εάν θα ζητηθεί προληπτική γραμμή πίστωσης, θα είναι μια πολιτική επιλογή. Μια έξοδος της Ελλάδας από το πρόγραμμα διάσωσής της θα έστελνε ένα ισχυρό σήμα πως η χώρα έχει αρχίσει να ανακάμπτει μετά από μια δεκαετή κρίση και πως η κυβέρνηση έχει ισχυρά κίνητρα να προχωρήσει σε αυτή την κατεύθυνση.
Ωστόσο, μια «καθαρή» έξοδος δεν είναι δεδομένη και στα πιθανά στοιχεία που θα υποδήλωναν πως η Ελλάδα δεν οδεύει προς επίτευξη του στόχου της περιλαμβάνονται οι διαφωνίες στον συνασπισμό ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ (που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κατάρρευση της κυβέρνησης), η ανικανότητα της Ελλάδας να ψηφίσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις/μέτρα και να ολοκληρώσει εγκαίρως την τελευταία αξιολόγηση, μια επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών στην Ελλάδα και μια μη συμφιλιωτική στάση των Ελλήνων αξιωματούχων όμοια με αυτήν που κατεγράφη το 2015, κάτι που θα περιέπλεκε τις σχέσεις με τους διεθνείς πιστωτές και θα προκαλούσε ανησυχία στην αγορά και άνοδο των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων.