Παρά το γεγονός ότι εφαρμόσθηκε η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης στο πλαίσιο της προσπάθειας βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδος, δεν κατέστη δυνατή η άνοδος του μεριδίου εξαγωγών της χώρας μας επισημαίνει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο της.
Το μέγεθος της κυκλικά διορθωμένης δημοσιονομικής προσαρμογής
Με βάση τις Εαρινές Προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το προσαρμοσμένο ως προς τον οικονομικό κύκλο δημοσιονομικό πλεόνασμα ανήλθε στο 8,7% του δυνητικού ΑΕΠ το 2016, έναντι ελλείμματος 10,5% του δυνητικού ΑΕΠ το 2009.
Το μέγεθος αυτό συνιστά καλύτερο μέτρο της προσπάθειας δημοσιονομικής προσαρμογής καθώς λαμβάνει υπόψη το δυσχερές οικονομικό περιβάλλον εντός του οποίου αυτή έλαβε χώρα.
Συνεπώς, η δημοσιονομική προσαρμογή της Ελλάδας συνολικά την ανωτέρω περίοδο έφθασε τις 19,2 ποσοστιαίες μονάδες του δυνητικού ΑΕΠ, και είναι κατά πολύ υψηλότερη έναντι των υπολοίπων χωρών που επίσης εφάρμοσαν προγράμματα προσαρμογής (Γράφημα 1).
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι την δεύτερη μεγαλύτερη προσαρμογή μετά τη χώρα μας επέτυχε η Ιρλανδία (10,3% του δυνητικού ΑΕΠ).
Η εμπέδωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και την ψήφιση των σχετικών μέτρων από το ελληνικό κοινοβούλιο την επόμενη εβδομάδα διαμορφώνει ένα ευνοϊκό έδαφος για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης και την προσέλκυση κρίσιμων για την ανάπτυξη επενδύσεων στη χώρα.
Επιβεβαιώνει δε την άποψη ότι δεν απαιτείται περαιτέρω δημοσιονομική προσαρμογή αλλά εξειδίκευση μέτρων ελάφρυνσης του δημοσίου χρέους έτσι ώστε να δημιουργηθεί ο απαραίτητος δημοσιονομικός χώρος μέσω της μελλοντικής εκλογίκευσης των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Σταδιακή Εξισορρόπηση των Εξωτερικών Συναλλαγών – Εκτίμηση για το τρέχον έτος
Στον εξωτερικό τομέα, η Ελλάδα κατόρθωσε επίσης να αντιμετωπίσει σε μεγάλο βαθμό το υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, καθώς το έλλειμμα συρρικνώθηκε κατά 8,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ την περίοδο 2009-2016 (Γράφημα 1).
Η προσαρμογή αυτή στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στην αποδυνάμωση της ζήτησης για εισαγόμενα καταναλωτικά και κεφαλαιουχικά αγαθά.
Ωστόσο, ενώ η χώρα έχει ανακτήσει σημαντικό μέρος της ανταγωνιστικότητάς της σε όρους κόστους εργασίας, δεν έχει κατορθώσει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μία μόνιμα πλεονασματική θέση στις εξωτερικές συναλλαγές καθώς δεν έχει μεταβάλλει ουσιωδώς το παραγωγικό της μοντέλο.
Σύμφωνα μάλιστα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ισοζύγιο ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να παρουσιάσει έλλειμμα της τάξεως του 0,5% του ΑΕΠ το 2017 (αντίστοιχη πρόβλεψη ΔΝΤ:-0,3%).
Η τάση αυτή διαφαίνεται ήδη στο πρώτο τρίμηνο του 2017, καθώς σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ για τις εμπορευματικές συναλλαγές, το έλλειμμα διευρύνθηκε κατά 44,8%, σε ετήσια βάση. Αυτό αποδίδεται στην μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών, που υπερκάλυψε την αντίστοιχη αύξηση των εξαγωγών (+31,0% και +20,3% αντίστοιχα).
Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 2, η αξία των εισαγωγών έχει ανοδική τάση από τον Ιούλιο του 2016, ενώ οι εξαγωγές εμφανίζουν κάποια στασιμότητα, όπως φαίνεται από τον κινητό μέσο όρο τριών μηνών.
Η τάση αυτή αναμένεται να συνεχισθεί το 2017, και οι παράγοντες που αναμένεται να συμβάλουν στην εξέλιξη αυτή είναι:
(ι) Η αναμενόμενη αύξηση των τιμών του πετρελαίου κατά 29,6% το 2017 (σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή) αναμένεται να λειτουργήσει αρνητικά στην εξέλιξη του εμπορικού ισοζυγίου.
Σημειώνεται ότι, χώρες όπως η Ελλάδα που είναι καθαρός εισαγωγέας πετρελαίου και ταυτόχρονα παρουσιάζει υψηλό δείκτη ενεργειακής εξάρτησης (energy dependency ratio), επηρεάζονται περισσότερο από την αύξηση των τιμών ενέργειας.
(ιι) Η αναμενόμενη αύξηση της εγχώριας ζήτησης, καθώς ανακάμπτει η οικονομία σταδιακά, ενισχύει και την ζήτηση για εισαγόμενα προϊόντα.
Τέλος, είναι ενδεικτικό ότι η Ελλάδα σημειώνει απώλεια του μεριδίου των εξαγωγών της στο σύνολο των εισαγωγών παγκοσμίως, καθώς ο λόγος αυτός μειώθηκε κατά 3,7% στην διετία 2013-2015, έναντι αύξησης 2,25% στην περίοδο 2001-2008, δηλαδή πριν την κρίση.
Συνεπώς, παρά το γεγονός ότι εφαρμόσθηκε η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης στο πλαίσιο της προσπάθειας βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, δεν κατέστη δυνατή η άνοδος του μεριδίου εξαγωγών της χώρας.