Της ΜΑΙΡΗΣ Ι. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Πληθαίνουν οι ελπίδες για να βάλουν μπρος οι μηχανές του εργοστασίου της Σέλμαν στην Κομοτηνή. Την περίοδο αυτή, νομικοί εξετάζουν ενδελεχώς τις λεπτομέρειες της πρότασης Ελλήνων επιχειρηματιών, οι οποίοι έχουν εκδηλώσει το επενδυτικό τους ενδιαφέρον για να αποκτήσουν την ακίνητη περιουσία της ιστορικής βιομηχανίας και να επαναλειτουργήσουν το εργοστάσιο. Υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες, ώστε εντός του Οκτωβρίου να υπάρξει καθοριστική απόφαση για τη μεταβίβαση του ακινήτου στους Έλληνες επιχειρηματίες, οι οποίοι μάλιστα αποτελούν γνώστες της αγοράς, όπως υποστηρίζουν πηγές προσκείμενες στην εταιρεία και επιβεβαιώνουν νομικοί που μεσολαβούν στο επιχειρηματικό deal της εξαγοράς.
Η πρόταση των Ελλήνων επενδυτών έχει υποβληθεί στο συμβούλιο πιστωτών από τον σύνδικο πτώχευσης και έχει λάβει τη σύμφωνη γνώμη όλων, συμπεριλαμβανομένης της Τράπεζας Πειραιώς, που αποτελεί το μεγαλύτερο ενυπόθηκο δανειστή. Αυτές τις ημέρες εξάλλου, εξετάζεται και το ύψος της εξαγοράς.
Αν και πτωχευμένη από τον Απρίλιο του 2014, ωστόσο ακόμα και σήμερα η εταιρεία διατηρεί σε άριστη κατάσταση τις εγκαταστάσεις του εργοστασίου της κι αυτός ήταν ο κυριότερος λόγος που μαγνήτισε τα βλέμματα όχι μόνο των Ελλήνων, αλλά και ξένων επενδυτών. Ανάμεσά τους Τούρκοι επιχειρηματίες, οι οποίοι εξέτασαν προσεχτικά το ενδεχόμενο να αποκτήσουν τις εγκαταστάσεις της Σέλμαν, όμως αποτρεπτικός παράγοντας – σύμφωνα με τις ίδιες πηγές – αποτέλεσε το γεγονός ότι δεν αποτέλεσε ευρωπαϊκή εταιρεία.
Ποια είναι
Η Σέλμαν ιδρύθηκε το 1962 από τον Παναγιώτη Ηλιάδη, έναν χαρισματικό επιχειρηματία, που κατάφερε να αναδείξει την εταιρεία του σε ένα πραγματικό διαμάντι στο ελληνικό επιχειρείν και να την εισαγάγει στο Χρηματιστήριο Αθηνών το 1988. Ξεκίνησε τη δραστηριότητα της με την παραγωγή κόντρα πλακέ και πλακάζ, συνεχίζοντας με την παραγωγή μοριοσανίδας, για να εξελιχθεί στη συνέχεια σε έναν ισχυρό όμιλο με ισχυρή παρουσία σε Ελλάδα και εξωτερικό. Το όνομα της Σέλμαν υπήρξε στενά συνυφασμένο με την υψηλή ποιότητα στο ξύλο. Πρωτοπορώντας μάλιστα ο ιδρυτής της ήρθε σε επαφή με ξένους επενδυτές, εξ΄ου και το Ελληνοελβετική που προστέθηκε στην επωνυμία της. Τα δύο εργοστάσια στο Βασιλικό Χαλκίδας και τη ΒΙΠΕ Κομοτηνής δούλευαν φουλ τις μηχανές, προκειμένου να καλύψουν την εγχώρια και διεθνή ζήτηση. Η καλύτερη χρονιά από πλευράς πωλήσεων υπήρξε το 2007, όταν ο τζίρος της είχε φθάσει τα 147 εκατ. ευρώ, χάρη στην έκρηξη της οικοδομικής δραστηριότητας. Τότε ο όμιλος απασχολούσε 1.000 άτομα προσωπικό και συμμετείχε σε όλες τις διεθνείς εκθέσεις, ενώ μία από τις μεγαλύτερες δουλειές του ήταν η κατασκευή των πατωμάτων στο Costa Navarino. Η ανοδική πορεία ανακόπηκε την επόμενη χρονιά και από τότε εξακολούθησε να χαράσσει αρνητική τροχιά, ακόμα και μετά το 2010 που άλλαξε χέρια. Την απόφαση για να μεταβιβάσει την εταιρεία του στην ομοειδή Alfa Woods των Α. Αντωνόπουλου και Χρήστου Αγοραστού, με έδρα την Λάρισα, εξέλαβε ο Π. Ηλιάδης το 2009. Οι νέοι ιδιοκτήτες κατέβαλαν 11 εκατ. ευρώ, για ν΄ αποκτήσουν το 72% των μετοχών.
Ο νέος πρόεδρος της εταιρείας Αντώνης Αδαμόπουλος, όταν απέκτησε την εταιρεία το 2010 δήλωνε ότι υλοποιεί ένα όνειρο ζωής και ήλπιζε ότι θα ξαναδεί την εταιρεία να «μεγαλουργεί». Η οικονομική κρίση όμως τον διέψευσε, αφού αποδείχθηκε πολύ πιο βαθιά από την αναμενόμενη, εμποδίζοντας την εταιρεία να επανέλθει στην κερδοφορία. Το Φεβρουάριο του 2014, αναγκάστηκε να βάλει λουκέτο το εργοστάσιο στο Βασιλικό Χαλκίδας, ενώ το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών κήρυξε σε κατάσταση πτώχευσης την εταιρεία και όρισε στάση πληρωμών στις 30/6/2014.