Μελέτη που διεξήχθη από ερευνητές του Ινστιτούτου Ενέργειας
του UCL και το Carbon War Room, επιβεβαιώνει πως τα πλοία με
σχεδιασμό υψηλής απόδοσης εξοικονομούν σημαντικά ποσά από τα καύσιμα, ωστόσο η αγορά
αποτυγχάνει συχνά να ανταμείψει τους ιδιοκτήτες των αποδοτικών πλοίων μέσω των
ασφαλίστρων ή των προτιμησιακών προσλήψεων.
Όπως καθίσταται σαφές, το γεγονός αυτό δεν βοηθά τις
προσπάθειες του κλάδου να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις σε ένα μέλλον χαμηλών
εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ενώ παράλληλα θέτει υπό αμφισβήτηση τους κανονισμούς
για τη μείωση των συνολικών εκπομπών της βιομηχανίας.
Στην έρευνα αυτή, που αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη μέχρι
σήμερα, διερευνήθηκε ο ρόλος της ενεργειακής απόδοσης στην ανταγωνιστικότητα,
συγκεντρώνοντας στοιχεία σχετικά με τη δυναμική της αγοράς, καθώς και δεδομένα των
πλοίων που προέρχονται από το Σύστημα Αυτόματης Αναγνώρισης (AIS).
Η έρευνα έδειξε ότι τα σκάφη με σχεδιασμό υψηλότερης
αποδοτικότητας, αποθηκεύουν κατά μέσο όρο περισσότερα καύσιμα από ό,τι έχουν
σχεδιαστεί. Αυτό σημαίνει ότι, για παράδειγμα, το 2012 η διαφορά του κόστους
των καυσίμων ανάμεσα σε ένα Β-rated και ένα F-rated Capesize πλοίο ήταν κατά
μέσο όρο 5.500 δολάρια ανά ημέρα, ή σχεδόν 1,5 εκατομμύριο ετησίως. Μία διαφορά
σημαντικά υψηλότερη από ό,τι αναμενόταν βάσει σχεδιασμού.
Η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι πλοιοκτήτες που
επιλέγουν να βελτιώσουν την αποδοτικότητα του στόλου τους επενδύοντας σε τεχνολογίες
απόδοσης, δεν βλέπουν απόσβεση των επενδύσεών τους ούτε από τις τιμές, ούτε από
τις προτιμησιακές ναυλώσεις. Αυτό σημαίνει, ότι στις σημερινές αγορές είναι λίγα τα οικονομικά
κίνητρα για τους άλλους πλοιοκτήτες να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους.