Με βαρύ τίμημα πολλών δισεκατομμυρίων σε απολεσθείσα κερδοφορία πληρώνει ο ιδιωτικός τομέας την κρίση των τελευταίων έξι ετών στην Ελλάδα. Mόνον οι εισηγμένες στο Χ.Α. επιχειρήσεις από το 2007 έχουν χάσει 5,5 δισ. λειτουργικής κερδοφορίας.
Σημειώνεται πως οι ζημίες μεγεθύνονται δραματικά εάν υπολογιστούν σωρευτικά και προστεθούν και αυτές των τραπεζών από το PSI. Σε αυτή την περίπτωση ανεβαίνουν άνω των 65 δισ. Ανάλογα μελανή είναι όμως η εικόνα και από τις μη εισηγμένες επιχειρήσεις.
Η δραματική συρρίκνωση των κερδών όσων επιχειρήσεων παραμένουν έστω και οριακά κερδοφόρες, αλλά και η μεγάλη αύξηση των ζημιών στις υπόλοιπες που έχουν καταφέρει να παραμείνουν σε λειτουργία, αποκτά πρωτόγνωρες παγκοσμίως διαστάσεις, χωρίς να συνυπολογίζονται οι δευτερογενείς επιπτώσεις, όπως για παράδειγμα στο εισόδημα των νοικοκυριών, την απασχόληση αλλά και τα φορολογικά έσοδα του Δημοσίου.
Με όποιο μέτρο, δείγμα ή ανάλυση και αν υπολογίσει κανείς τις επιπτώσεις της κρίσης στην κερδοφορία των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, τα αποτελέσματα είναι αποκαρδιωτικά.
Τα σχετικά στοιχεία από την ICAP, την Beta Securities και την Grant Thornton, τα οποία ζήτησε και επεξεργάστηκε η «Κ», είναι αποκαλυπτικά.
Beta Securities
Η πολυετής ύφεση αποτυπώνεται με τον πλέον ενδεικτικό τρόπο στα κέρδη των εισηγμένων βιομηχανικών επιχειρήσεων. Από λειτουργικά κέρδη 11,95 δισ. ευρώ το 2007, οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών εταιρείες εμφανίζουν συρρίκνωση του λειτουργικού αποτελέσματος κατά 5,5 δισ. ευρώ το 2014, ενώ η καθαρή κερδοφορία τους, εξαιρουμένων των τραπεζών, έχει μειωθεί από 4,4 δισ. ευρώ σε μερικές δεκάδες εκατομμύρια.
Αυτό προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων που πραγματοποίησε για την «Κ» ο επικεφαλής του τμήματος ανάλυσης της Beta Securities, Μάνος Χατζηδάκης. Οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή την εικόνα ξεκινούν από τη διεθνή κρίση του 2008, η οποία περιόρισε τα επενδυτικά πλάνα πολλών επιχειρήσεων, καθώς οι τράπεζες έγιναν πιο συντηρητικές στη χρηματοδότησή τους, και φτάνουν έως τη μείωση του ΑΕΠ λόγω της επιδιωκόμενης δημοσιονομικής προσαρμογής, ώστε να καταστεί πλεονασματική η εκτέλεση του προϋπολογισμού.
Η επίδραση στην εγχώρια ζήτηση στους κλάδους της λιανικής και των κατασκευών ήταν καταλυτική. «Η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος μετά το PSI και η έξοδος κεφαλαίων με ό,τι αυτό συνεπάγεται, οδήγησε σε αλλαγή της στρατηγικής των τραπεζών σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Όσον αφορά τις επιχειρήσεις, προκειμένου να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις πολλές από αυτές αναγκάστηκαν να εκποιήσουν κερδοφόρες δραστηριότητες ή θυγατρικές, με αποτέλεσμα να παρουσιάσουν σημαντική κάμψη στη δραστηριότητα και τα περιθώρια κέρδους», σημειώνει η Beta Securities. Οι επιχειρηματικές αναδιαρθρώσεις που δρομολογήθηκαν μπορεί να σταθεροποίησαν το κόστος και τα περιθώρια λειτουργικής κερδοφορίας, ωστόσο είχαν αρνητικό αντίκτυπο βραχυπρόθεσμα στα μη επαναλαμβανόμενα έξοδα.
Επιπλέον οι αυξημένοι φόροι (αλληλεγγύης, εταιρικός φόρος, προκαταβολές, μερίσματα κ.λπ.) επιδείνωσαν σημαντικότατα την κατάσταση. Ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι κανείς δεν ξέρει πώς θα διαμορφωθεί η κατάσταση με το νέο φορολογικό που θα φέρει η κυβέρνηση σύντομα στη Βουλή προς ψήφιση.
Μείωση του φόρου εισοδήματος
Grant Thornton: Περισσότερο φως στις συνέπειες από τη διάβρωση της επιχειρηματικής κερδοφορίας του ιδιωτικού τομέα στην απασχόληση αλλά και στα φορολογικά έσοδα του Δημοσίου ρίχνει έρευνα της Grant Thornton με βάση τα αποτελέσματα 4.997 επιχειρήσεων από 88 κλάδους, εξαιρουμένων των τραπεζών, από το 2009 και μετά. Σύμφωνα με αυτή τη μελέτη, κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, η συνολική προ φόρων κερδοφορία των επιχειρήσεων του δείγματος εμφανίζεται μειωμένη κατά 86% ή κατά 5,3 δισ. ευρώ. «Κύρια συνέπεια της μείωσης της κερδοφορίας αποτέλεσε η μείωση του φόρου εισοδήματος που επιβάρυνε τις επιχειρήσεις κατά 60% στην εξεταζόμενη περίοδο, κάνοντας εμφανές ότι η συρρίκνωση της δραστηριότητας και αποδοτικότητας των επιχειρήσεων έχει πολλαπλασιαστικά αρνητικά αποτελέσματα στη φοροδοτική τους ικανότητα», σημειώνει ο ελεγκτικός οίκος.
Αργή διαδικασία η αποκλιμάκωση της ύφεσης
ICAP: Ποια εικόνα προκύπτει αν διευρύνει κανείς το πλήθος των υπό εξέταση επιχειρήσεων πέραν των εισηγμένων; Όπως εξηγεί στην «Κ» ο διευθύνων σύμβουλος της ICAP Group Νικήτας Κωνσταντέλλος, «οι επιπτώσεις της πολύχρονης ύφεσης της ελληνικής οικονομίας είναι δραματικές σε όλους τους τομείς της ελληνικής οικονομίας και η αποκλιμάκωσή της αποτελεί πολύ αργή διαδικασία που θα απαιτήσει τεράστιες προσπάθειες».
Από την επεξεργασία των δημοσιευμένων ισολογισμών 16.307 επιχειρήσεων (περιλαμβανομένων όλων των κλάδων της ελληνικής οικονομίας εκτός των τραπεζών και των ασφαλειών) που πραγματοποίησε η ICAP, διαπιστώνεται ζημιογόνο καθαρό αποτέλεσμα και τα πέντε τελευταία έτη. Ωστόσο παρατηρείται δραστική μείωση των ζημιών τη διετία 2013-2014, καθώς αυτές υποχώρησαν κατά 60% το 2013 και κατά 49% το 2014 φτάνοντας στα 815 εκατ. ευρώ το 2014, από 4 δισ. ευρώ το 2011.
Σταθερή παραμένει όμως διαχρονικά και η μείωση του κύκλου εργασιών του συνόλου των επιχειρήσεων. Την τριετία 2010-2013, οπότε και η κρίση κορυφωνόταν, κινήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 2%.
Αντιθέτως, το 2014 παρατηρείται αναστροφή της πτωτικής πορείας, καθώς ο συνολικός τζίρος αυξήθηκε κατά 2,3% σε σχέση με το 2013. «Βεβαίως, σε απόλυτα μεγέθη οι πωλήσεις του συνόλου των επιχειρήσεων διαμορφώθηκαν σε χαμηλότερα επίπεδα το 2014 (137,8 δισ.) συγκριτικά με το 2010 (143,2 δισ.), καταγράφοντας σωρευτική μείωση κατά 3,8%», σημειώνει.
Τι έγινε όμως το 2015; Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ICAP αναμένεται να είναι χειρότερο από το 2014. Οι ενδείξεις μέχρι τώρα προέρχονται από δύο πηγές: Από ένα σχετικά μικρό δείγμα επιχειρήσεων (329 συνολικά) με δημοσιευμένους ισολογισμούς για το 2015 (τέλος χρήσης 30/6/2015) και από τα αποτελέσματα εννεαμήνου (Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου) των εισηγμένων στο χρηματιστήριο επιχειρήσεων.
Σύμφωνα λοιπόν με την πρώτη πηγή, διαπιστώνεται οριακή μεταβολή του συνολικού κύκλου εργασιών τους (μείωση κατά 0,2%) το 2015 σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2014, τονίζει ο Ν. Κωνσταντέλλος, προσθέτοντας πως αν και το τελικό καθαρό αποτέλεσμα είναι κερδοφόρο και τις δύο χρήσεις, είναι ωστόσο μειωμένο κατά 26% το 2015 έναντι του 2014.
Όσον αφορά τα στοιχεία του εννεαμήνου των εισηγμένων, δείχνουν πως ο κύκλος εργασιών μειώθηκε κατά 6% στα 42,5 δισ. ευρώ, ενώ παρουσίασαν ζημίες 4,27 δισ. ευρώ, με τις τράπεζες να ευθύνονται γι’ αυτή την εικόνα. Εάν εξαιρεθούν οι τράπεζες, οι επενδυτικές και οι ασφαλιστικές εταιρείες, για το 2015 καταγράφονται κέρδη μόλις 571 εκατ. ευρώ, τα οποία βέβαια οφείλονται σχεδόν κατά το ήμισυ στα διυλιστήρια.
Πηγή: Η Καθημερινή