Η επικράτηση των προσφορών και προωθητικών ενεργειών ως
βασικότερο στοιχείο του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων δεν οδήγησε σε απορρύθμιση,
ή σε έξαρση φαινομένων παραπλανητικών πρακτικών, ή σε άλλες αθέμιτες πρακτικές
σε βάρος των καταναλωτών, ή σε αύξηση των καταγγελιών, αναφέρει ο ΣΕΒ σε ειδική
έρευνά του.
Παράλληλα, ο ΣΕΒ συνιστά τον εμπλουτισμό του Κώδικα
Δεοντολογίας για τις πρακτικές αυτές στα
πρότυπα των κωδίκων και οδηγιών που ισχύουν σε άλλες χώρες – μέλη.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι καταναλωτές εξοικονομούν περισσότερα από 300 ευρώ ετησίως από τις προσφορές και εκπτώσεις στα σούπερ – μάρκετ, οι οποίες έχουν οδηγήσει σε μείωση της μέσης τιμής στις περισσότερες κατηγορίες προϊόντων, ενώ σε άλλες που έχουν πληγεί από φορολογία έχουν «συγκρατήσει» την επιβάρυνση.
Σε κλάδους, όπως το οργανωμένο λιανεμπόριο, η παροχή προσφορών και προωθητικών ενεργειών έχουν εδραιωθεί ως το βασικότερο στοιχείο του ανταγωνισμού ενώ από την πλευρά των καταναλωτών διαπιστώνονται σημαντικές αλλαγές στη συμπεριφορά. Τουλάχιστον 6 στους 10 καταναλωτές δηλώνουν ότι πάντοτε αναζητούν τις προσφορές στις αγορές τους, σχεδόν 1 στους 3 καταναλωτές αγοράζει βάσει προσφορών και όχι μάρκας, ενώ υπάρχει αύξηση κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες (από 42% το 2015 σε 51% το 2017) όσων δηλώνουν ότι περιμένουν κάποια προϊόντα να βγουν σε προσφορά για να τα αγοράσουν και δεν τα αγοράζουν σε κανονική τιμή, δηλαδή προγραμματίζουν τις αγορές τους βάσει προσφορών.
Επίσης, ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό (63%) δηλώνει ότι οι προσφορές και εκπτώσεις αποτελούν τον κύριο λόγο επιλογής του καταστήματος που θα επισκεφθεί.
Κλείνοντας την έκθεσή
του, ο ΣΕΒ αναφέρει:
«Ο ΣΕΒ έχει επανειλημμένα επισημάνει ότι οποιαδήποτε κρατική
παρέμβαση με αντίκτυπο στον καταναλωτή και τη λειτουργία της αγοράς οφείλει να
στηρίζεται σε λεπτομερή ποσοτική και ποιοτική ανάλυση κόστους-οφέλους, καθώς
και σε στάθμιση της προσφορότητας του συγκεκριμένου μέτρου να υπηρετήσει το
σκοπό για τον οποίο θεσπίζεται.
Στα στοιχεία μιας τέτοιας ανάλυσης οφείλει να συμπεριληφθεί
η ωφέλεια που ήδη απολαμβάνουν οι καταναλωτές από τη σημερινή λειτουργία της
αγοράς σε σχέση με τις ενδεχόμενες επιπτώσεις που θα έχει για τους ίδιους μια
νέα ρύθμιση που θα ταράξει εκ νέου τις ισορροπίες.
Παράλληλα, απαιτείται να εκτιμηθεί η δυνατότητα
παρακολούθησης από τις ελεγκτικές αρχές της εφαρμογής των υποχρεώσεων που
θεσπίζονται, διαφορετικά αυξάνεται ο κίνδυνος θέσπισης ενός πλαισίου
υπερ-ρύθμισης με ανούσια επιβάρυνση τόσο του ιδιωτικού τομέα όσο και των
ελεγκτικών αρχών, με κόστη συμμόρφωσης και κόστη ελέγχου αντίστοιχα, χωρίς
κάποιο ουσιαστικό όφελος για τον καταναλωτή.
Οι μέχρι σήμερα αλλεπάλληλες απόπειρες της πολιτείας να
ρυθμίσει το καθεστώς των προσφορών και προωθητικών ενεργειών και η διαδοχική
αναίρεσή τους, μία προς μία, έως την πλήρη τους κατάργηση, συνιστούν αποτέλεσμα
πρόχειρου σχεδιασμού και έλλειψης ποιοτικών και ποσοτικών στοιχείων.
Αντίθετα, από το 2014 και έπειτα, μετά την υλοποίηση των
συστάσεων του ΟΟΣΑ και την πλήρη απελευθέρωση του καθεστώτος των προσφορών και
προωθητικών ενεργειών, τα στοιχεία είναι ξεκάθαρα: η αγορά δεν οδηγήθηκε σε
απορρύθμιση, ή σε έξαρση φαινομένων παραπλανητικών πρακτικών, ή σε άλλες
αθέμιτες πρακτικές σε βάρος των καταναλωτών, ή σε αύξηση των καταγγελιών.
Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία της
ετήσιας έκθεσης της Ανεξάρτητης Αρχής του Συνηγόρου του Καταναλωτή για το έτος
2017, στην οποία η έλλειψη σχετικών καταγγελιών είναι εμφανής. Όπως
χαρακτηριστικά αναφέρεται, «οι εκπτωτικές περίοδοι και οι περίοδοι των
προσφορών τονώνουν την κίνηση στην αγορά, δίνοντας ισχυρό κίνητρο στους
καταναλωτές να προβαίνουν σε συμφέρουσες συναλλαγές και να γλιτώνουν χρήματα
από τις μειωμένες τιμές των αγαθών».
Άλλωστε, από τα στοιχεία των μελετών και ερευνών που
προαναφέρθηκαν φαίνεται ότι οι καταναλωτές διαμορφώνουν τη συμπεριφορά τους
λαμβάνοντας υπόψη τις προσφορές και προωθητικές ενέργειες, ως ένα μέσο εξοικονόμησης
και καλύτερου προγραμματισμού.
Όπως προκύπτει από την ευρωπαϊκή νομοθεσία και νομολογία,
αλλά και τις συστάσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού και του ΟΟΣΑ, οριζόντια
απαγορευτικά μέτρα χωρίς αναλογικό χαρακτήρα, έρχονται σε αντίθεση με τα
ευρωπαϊκά κείμενα περί προστασίας του καταναλωτή.
Εξάλλου, το «πείραμα» θέσπισης νομοθετικών και κανονιστικών
παρεμβάσεων που δεσμεύουν υπέρμετρα τις επιχειρηματικές πρακτικές απέτυχε.
Θεμελιώδους σημασίας για την εμπέδωση των αρχών ενημέρωσης
και προστασίας του καταναλωτή και του υγιούς ανταγωνισμού και την υιοθέτησή
τους από τις επιχειρήσεις αποδείχθηκε η θέσπιση Κωδίκων Δεοντολογίας με πληθώρα
αναφορών σε παραδείγματα παραπλανητικών συμπεριφορών, καλών πρακτικών, βασικών
εννοιών και επεξηγηματικών σχολίων.
Ο ελληνικός Κώδικας Δεοντολογίας συνεπώς, πράγματι χρήζει
εμπλουτισμού στα πρότυπα των Κωδίκων και Οδηγών που υπάρχουν σε άλλα
κράτη-μέλη, ώστε να αποτελέσει έναν πραγματικά πλήρη εύχρηστο και απλό οδηγό
προς επιχειρήσεις και καταναλωτές. Αντί για ένα στείρο νομικό κείμενο με
εξειδικευμένη ορολογία, θα πρέπει από τη μια να δημιουργηθεί ένα ολοκληρωμένο
πλαίσιο αυτοδέσμευσης των επιχειρήσεων σε καλές μεθόδους επικοινωνίας με τον
καταναλωτή και αποφυγής αθέμιτων ή παραπλανητικών πρακτικών και από την άλλη
ένας πρακτικός οδηγός εκπαίδευσης και ενημέρωσης των καταναλωτών.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι ο νέος ψηφιακός
καταναλωτής έχει πλέον τη δυνατότητα να αντλήσει το μέγιστο δυνατό όφελος από
τις διαθέσιμες στο διαδίκτυο πληροφορίες που του επιτρέπουν να πληροφορηθεί,
συγκρίνει, αξιολογήσει, επιλέξει τον προμηθευτή και τις πολιτικές του και
τελικά, να αντιληφθεί τυχόν παραπλανητικές πρακτικές.
Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε και το κατοχυρωμένο του
δικαίωμα να ζητά την προστασία των διατάξεων περί αθέμιτου ανταγωνισμού21 και περί
προστασίας του καταναλωτή. Κλείνοντας, ο σεβασμός στους κανόνες καλής
νομοθέτησης καλεί για ένα διάστημα «νομοθετικής ηρεμίας» μετά την πρόσφατη
τροποποίηση της νομοθεσίας περί προστασίας του καταναλωτή και των κανόνων
ΔΙΕΠΠΥ, ώστε να αποκρυσταλλωθούν τα βασικά συμπεράσματα από την εφαρμογή τους
στην πράξη και να μην υποπέσουμε πάλι στα (νομοθετικά) σφάλματα του παρελθόντος».