Πτώση κατά 4,4% στις ελληνικές εξαγωγές αγαθών καταγράφηκε το εννεάμηνο του 2014, σύμφωνα με την πρόσφατη ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας Eurostat για τις εμπορευματικές συναλλαγές για το εννεάμηνο του τρέχοντος έτους, Ιανουάριος – Σεπτέμβριος 2014 στην ευρωζώνη.
Σε ότι αφορά τις εξαγωγές αγαθών των χωρών της ζώνης του ευρώ αυξήθηκαν κατά 1,3%, συγκριτικά με το εννεάμηνο του 2013, ενώ σε αξία ανήλθαν σε 2,6 τρισ. ευρώ. Ισχυρότερη πτώση καταγράφηκε στις εξαγωγές της Μάλτας (26%) και της Κύπρου (8%), ενώ αντίθετα με ταχύτερους ρυθμούς ενισχύθηκαν οι εξαγωγές της Σλοβενίας (6%), του Λουξεμβούργου (6%) και της Γερμανίας (4%).
Στην Ελλάδα το ίδιο διάστημα, όπως προαναφέρθηκε, οι εξαγωγές αγαθώνεμφάνισαν πτώση 4,4%, γεγονός που σε συνδυασμό με την αύξηση των εισαγωγών κατά 1%, είχε ως αποτέλεσμα την κλιμάκωση της ανόδου του εμπορικού ελλείμματος κατά 9%. Έτσι, στο εννεάμηνο του 2014 η Ελλάδα βρίσκεται στη 13η θέση στην κατάταξη εξαγωγών της Ευρωζώνης, ενώ έχει το τρίτο κατά σειρά μεγαλύτερο εμπορικό έλλειμμα (15,7 δισ. ευρώ), μετά τη Γαλλία και την Ισπανία.
Η πτώση των ελληνικών εξαγωγών αγαθών κατά 4,4% αποδίδεται κλαδικά κατά κύριο λόγο στα καύσιμα (πτώση κατά 9%) και στα τρόφιμα (πτώση κατά 10%, κυρίως λόγω λιπών και ελαίων), ενώ αντισταθμιστικά ανοδικά κινήθηκαν οι κλάδοι των χημικών (αύξηση κατά 5%), και των μηχανημάτων και οχημάτων (αύξηση κατά 5%).
Συγκρίνοντας κλαδικά τις ελληνικές επιδόσεις με τον μέσο όρο των χωρών της ζώνης του ευρώ προκύπτει ότι στις περισσότερες κατηγορίες κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση (πλην τροφίμων). Ωστόσο, οι απώλειες στις ελληνικές εξαγωγές ποτών και καπνών και πρώτων υλών είναι πολύ μεγαλύτερες από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και το ίδιο ισχύει αντίστοιχα για τα χημικά και τα μηχανήματα και οχήματα, όπου οι ελληνικές εξαγωγές κινούνται με ταχύτερους ρυθμούς.
Όπως φαίνεται από τα στοιχεία, η ανάκαμψη των ελληνικών εξαγωγών μετά το 2009 ήταν πολύ σημαντική, καθώς οι ελληνικές επιχειρήσεις πιεζόμενες από τη διαρκή συρρίκνωση της εγχώριας αγοράς εν μέσω της κρίσης στράφηκαν στις διεθνείς αγορές. Ωστόσο, παρά τα σημαντικά βήματα προόδου, η κάμψη της ανόδου των εξαγωγών ξεκίνησε σχετικά σύντομα και σήμερα βλέπουμε τις ελληνικές εξαγωγές νακαταγράφουν ξεκάθαρα πτώση.
Όπως έχει επανειλημμένα τονίσει ο ΣΕΒΕ, οι αναπτυξιακές δυνατότητες του ελληνικού εξαγωγικού τομέα είναι πολύ μεγάλες. Η πτώση των εξαγωγών αποδίδεται, πέραν των άλλων λόγων, στην έλλειψη ρευστότητας και στο σημαντικό κενό χρηματοδότησης, αλλά και στο υψηλό κόστος χρήματος σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ε.Ε.
Ο ΣΕΒΕ επισημαίνει ότι η έλλειψη ρευστότητας έχει επιδεινωθεί το τελευταίο διάστημα λόγω της εντολής γιακαθολικό πάγωμα της επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ στις εξαγωγικές επιχειρήσεις, προφανώς για δημοσιονομικούς λόγους, σε μια περίοδο μάλιστα, στα τέλη του έτους, που οι υποχρεώσεις τους αυξάνονται.
Και αυτό ενώ εκκρεμεί ακόμη η εφαρμογή της ΠΟΛ 1212/26.09.14 για την επιτάχυνση της επιστροφής ΦΠΑ σε επιχειρήσεις με υψηλό βαθμό φορολογικής συμμόρφωσης, η οποία είναι θετική καθώς αφορά εξαγωγικές κυρίως επιχειρήσεις και κινείται στο πλαίσιο σχετικών αιτημάτων του Συνδέσμου. Η Απόφαση ισχύει για όλες τις εκκρεμείς αιτήσεις επιστροφής που έχουν υποβληθεί από 01.01.14 από τις επιχειρήσεις που θα περιλαμβάνονται στον προβλεπόμενο σε αυτήν κατάλογο με την προϋπόθεση ότι δεν έχει ξεκινήσει ο έλεγχος.
Παρόλα αυτά, ο εν λόγω κατάλογος των επιχειρήσεων που πληρούν τα κριτήρια, παρότι θα καταρτιζόταν άμεσα με τη δημοσίευση της Απόφασης, δεν έχει ακόμη καταρτιστεί και αιτήματα προς επιστροφή ούτε ικανοποιούνται άμεσα για τις επιχειρήσεις που θα ήταν σε αυτόν, ούτε οι έλεγχοι προχωρούν για τις υπόλοιπες, καθώς οι ελεγκτές των ΔΟΥ, σε αναμονή της εφαρμογής της Απόφασης, έχουν παγώσει τους ελέγχους, αφού υπάρχει πιθανότητα αυτοί να μην χρειαστεί να προχωρήσουν.
Κλείνοντας, ο ΣΕΒΕ αναφέρεται και στις σημαντικές καθυστερήσεις που σημειώνονται στην εκταμίευση προκαταβολών για τα επενδυτικά σχέδια εξαγωγικών επιχειρήσεων που υπάγονται στον Επενδυτικό Νόμο, με κατάθεση εγγυητικών επιστολών από τις επιχειρήσεις, λόγω της μη διασφάλισης από το ΠΔΕ των αναγκαίων χρηματοδοτήσεων. Κάθε περαιτέρω καθυστέρηση θα επιβαρύνει σημαντικά τη βιωσιμότητα και λειτουργία των επιχειρήσεων-επενδυτών, ό,τι αυτό συνεπάγεται για την τοπική και εθνική οικονομία, την περιφερειακή ανάπτυξη, την εξωστρέφεια και την απασχόληση.