Σύμφωνα με τη νέα μελέτη της PwC, έως το 2025-2030 η οικονομία θα μπορεί να λειτουργεί χωρίς τις παραδοσιακές τράπεζες.
Συγκεκριμένα, η μελέτη «Η Μελλοντική Μορφή του Τραπεζικού Τομέα» της PwC υποστηρίζει ότι περιορίζονται συνεχώς οι φραγμοί για την είσοδο στην αγορά μη-τραπεζικών ιδρυμάτων που θα παρέχουν «παραδοσιακές» τραπεζικές υπηρεσίες και έτσι τα σημερινά επιχειρηματικά μοντέλα των τραπεζών θα τεθούν υπό αμφισβήτηση.
Η έκθεση σημειώνει πάντως πως οι τράπεζες διατηρούν ορισμένα σημαντικά πλεονεκτήματα τα οποία μπορούν να αποτρέψουν έως ένα βαθμό ένα τέτοιο ενδεχόμενο: παρά την κριτική και φθορά που έχουν υποστεί οι τράπεζες κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης , το όνομα και η φήμη τους εξακολουθούν να προσδίδουν υψηλή αναγνωσιμότητα και ενδεχομένως ισχύ, σε συνδυασμό με την οικειότητα, την εμπειρία και την εποπτεία.
Η εμπιστοσύνη και το όνομα έχουν σημασία στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές, ενώ εν μέρει η αντίσταση στους εναλλακτικούς προμηθευτές χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών προέρχεται και από την έλλειψη εμπιστοσύνης σε θέματα ασφάλειας.
Σύμφωνα με τα βασικά σημεία της μελέτης:
Οι τραπεζικές υπηρεσίες δεν θα γίνονται πλέον σε φυσικό επίπεδο, αλλά μέσω της τεχνολογίας.
Με την εξέλιξη της τεχνολογίας, θα γίνεται ευκολότερο για τους πελάτες να αλλάζουν τράπεζα και πάροχο τραπεζικών υπηρεσιών.
Το brand μπορεί να αποκτήσει κριτική σημασία για την αξία μιας τράπεζας. Οι τράπεζες που χτίζουν ένα brand, που για τους πελάτες αντιπροσωπεύει εμπιστοσύνη, ακεραιότητα, ασφάλεια και ποιότητα, έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιλεγούν από τους πελάτες που βρίσκονται σε δίλημμα.
Οι τράπεζες μπορεί να εξελιχθούν σε επιχειρήσεις κοινής ωφελείας που θα επικεντρώνονται στη διαχείριση καταθέσεων κάτω από τα ασφαλισμένα όρια και θα παρέχουν ένα περιορισμένο εύρος πιστωτικών προϊόντων.
Οι ρυθμιστικές αρχές και οι κανονισμοί πρέπει επίσης να προσαρμοσθούν σε αυτή τη νοοτροπία και προσέγγιση, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το συνεχώς και έντονα μεταβαλλόμενο τραπεζικό τοπίο.