Οι ελληνικές τράπεζες πρέπει να δράσουν ταχύτερα στην εκκαθάριση των προβληματικών δανείων, για να βοηθήσουν την οικονομία και να θέσουν το τραπεζικό σύστημα σε σταθερό βηματισμό, τονίζει ο πρόεδρος της Eurobank σε συνέντευξή του στο Reuters.
«Η πρόκληση των ελληνικών τραπεζών σήμερα δεν είναι η κεφαλαιακή επάρκεια αλλά η ισχυρή θέληση του μάνατζμεντ να χρησιμοποιήσουν το ουσιαστικό απόθεμα προβλέψεων και εγγυήσεων (collateral) για να εκκαθαρίσουν το χαρτοφυλάκιο των NPEs», δηλώνει ο Νίκος Καραμούζης.
Όπως είπε, αυτό το οπλοστάσιο υπάρχει ήδη καθώς οι τράπεζες έχουν πάνω από 58 δισ. ευρώ προβλέψεων έναντι των ΝPEs και των προβληματικών δανείων και πάνω από 60% εγγυήσεις, κυρίως σε ενεργητικό real estate.
Η αποτυχία να μειωθούν τα προβληματικά δάνεια θα ενισχύσει εκ νέου την αβεβαιότητα για τις τράπεζες και την κεφαλαιακή ισχύ και θα καθυστερήσει την πρόσβαση στις αγορές. Θα δεσμεύσει πολύτιμη ρευστότητα και θα διατηρήσει τις αποτιμήσεις των τραπεζών σε χαμηλά επίπεδα, αποθαρρύνοντας τους επενδυτές, είπε.
«Χρειαζόμαστε αποτελεσματική διαδικασία εκκαθάρισης των NPEs και τη χρειαζόμαστε γρήγορα. Οι τράπεζες μπορούν να στοχεύουν ρεαλιστικά στη μείωση των προβληματικών δανείων κατά 10 δισ. ευρώ τον χρόνο την επόμενη τετραετία, χωρίς εκτεταμένη απομείωση της αξίας ενεργητικού των NPEs μέσω αναγκαστικών πωλήσεων», δήλωσε ο κος Καραμούζης.
«Αντί να κλωτσάμε το ντενεκεδάκι παρακάτω, επεκτείνοντας τις πληρωμές των τόκων και κεφαλαίου, όπως τα πολύ χαμηλά ποσοστά θεραπείας και τα υψηλά ποσοστά νέων καθυστερήσεων δείχνουν, οι τράπεζες πρέπει να χρησιμοποιήσουν όλα τα διαθέσιμα εργαλεία και μεθόδους για βιώσιμες λύσεις αναδιάρθρωσης».
Οι τράπεζες πρέπει να εξετάσουν τη δημιουργία από κοινού μιας «κακής τράπεζας» με το ΤΧΣ και ιδιώτες επενδυτές, ειδικά για τα μεγάλα προβληματικά επιχειρηματικά δάνεια, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Eurobank.
Προειδοποίησε όμως ότι μαζικές αναγκαστικές πωλήσεις ενεργητικού προβληματικών δανείων σε distress τιμές θα κάνει «περισσότερο κακό, παρά καλό», δεδομένης της οικονομικής κατάστασης στη χώρα.
«Αυτή η πολιτική θα εγείρει σίγουρα ερωτήματα για την επάρκεια των κεφαλαίων, θα πυροδοτήσει εκροή καταθέσεων ξανά, θα επιμηκύνει τα capital controls και θα περιορίσει την πρόσβαση στις αγορές».