Το σκάνδαλο των παραποιημένων τιμών ρύπων της VW στις ΗΠΑ
αγγίζει άμεσα τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλό της, Μάρτιν Βίντερκορν. Αμερικανικές
εισαγγελικές αρχές άσκησαν αγωγή, ενώ ο ίδιος απειλείται με κάθειρξη έως και 25
ετών.
Η γερμανική κυβέρνηση
δεν θέλει να πάρει θέση για την υπόθεση του Βίντερκορν, επειδή πρόκειται
για μια εκκρεμή δικαστική διαδικασία στις ΗΠΑ, δήλωσε σήμερα στο κυβερνητικό
μπρίφινγκ στο Βερολίνο εκπρόσωπος του υπουργείου Δικαιοσύνης.
Ο 70χρονος πρώην επικεφαλής της VW κατηγορείται για απάτη
και συνωμοσία με στόχο την παραβίαση περιβαλλοντικών νόμων, όπως και για
εξαπάτηση των αμερικανικών αρχών. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από το
κατηγορητήριο, το οποίο κατέθεσε τον Μάρτιο η εισαγγελία του Ντιτρόιτ και το
οποίο δημοσίευσε τώρα το αρμόδιο Περιφερειακό Δικαστήριο.
Ο Μάρτιν Βίντερκορν
«γνώριζε»
Οι αμερικανικές εισαγγελικές αρχές καταλογίζουν στον Μ.
Βίντερκορν ότι τον Μάιο του 2014 και τον Ιούλιο του 2015 είχε ενημερωθεί για τη
χρήση παράνομου λογισμικού σε μηχανές ντίζελ της εταιρείας του. Σε συνεννόηση
με άλλα ηγετικά στελέχη της VW αποφάσισαν να συνεχιστεί αυτή η παράνομη
πρακτική. Το ανώτατο όριο ποινής για αυτά τα αδικήματα είναι σύμφωνα με
εκπρόσωπο του δικαστηρίου 25 χρόνια, ενώ το χρηματικό πρόστιμο μπορεί να
αγγίξει ακόμη και τα 275.000 δολάρια.
Βέβαια, για να καταδικαστεί ο Μ. Βίντερκορν θα πρέπει πρώτα
να προσαχθεί στην αμερικανική δικαιοσύνη. Πάντως, η Γερμανία δεν εκδίδει υπηκόους
της σε κράτη εκτός ΕΕ.
Ενώ μέχρι στιγμής ο κ. Βίντερνκορν δεν έχει προβεί σε καμία
δήλωση, η VW έχει ανακοινώσει ότι θα συνεχίσει να συνεργάζεται «πλήρως» με το
αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης. Στο μεταξύ το μέχρι στιγμής κόστος του
σκανδάλου για την εταιρεία ανέρχεται στα 25 δισ. ευρώ (χρηματικές ποινές,
δικαστικοί και εξώδικοι συμβιβασμοί, δικηγορικά έξοδα κτλ.)
Ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της VW βρίσκεται πάντως και στο
στόχαστρο γερμανικών εισαγγελικών αρχών. Μόνο που εδώ οι έρευνες βρίσκονται ακόμη
σε αρχικό στάδιο. Μέτοχοι είχαν καταγγείλει την VW για εξαπάτηση και πράξεις
χειραγώγησης της αγοράς, επειδή δεν είχε έγκυρα ενημερώσει για το σκάνδαλο.
Πηγή: Deutsche Welle