Ενδείξεις σταθεροποίησης εμφανίζει η εγχώρια αγορά ιατροτεχνολογικών προϊόντων, η οποία μετά από ένα διάστημα υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, την περίοδο 2010-2014 εμφανίζει μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης της τάξης του 14%, σύμφωνα με σχετική μελέτη της ICAP Group.
Ειδικότερα, με βάση τον ομαδοποιημένο ισολογισμό από δείγμα 99 επιχειρήσεων παρατηρείται ότι τη διετία 2012-213 οι συνολικές πωλήσεις τους παρέμειναν στα ίδια επίπεδα, ενώ εμφάνισαν κέρδη έναντι ζημιών το 2012.
Όπως σημειώνεται στη μελέτη, ο κλάδος των ιατροτεχνολογικών προϊόντων αποτελεί καίρια συνιστώσα του τομέα υγείας στη χώρα μας και καλύπτει μια ευρύτατη γκάμα ειδών από προϊόντα αναλωσίμων (π.χ. επίδεσμοι, γάζες κλπ.) μέχρι μηχανήματα υψηλής τεχνολογίας (π.χ. μαγνητικοί, αξονικοί τομογράφοι κ.ά.). Ωστόσο, η συγκεκριμένη αγορά η οποία εμφάνιζε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μέχρι το 2009, καταγράφει έντονη υποχώρηση από το 2010 και μετά.
Σύμφωνα με τη μελέτη, ο κλάδος αποτελείται από μεγάλο αριθμό εισαγωγικών και περιορισμένο αριθμό παραγωγικών επιχειρήσεων. Τα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα αφορούν ορισμένες μόνο κατηγορίες προϊόντων (όπως αναλώσιμα, γάζες, αντλίες έγχυσης φαρμάκων, επιδεσμικό υλικό, υλικά τεχνητού νεφρού κ.ά.). Ο μεγάλος όγκος και τα πλέον εξειδικευμένα προϊόντα (ορθοπεδικό υλικό, ιατρικά μηχανήματα κ.λπ.) είναι εισαγόμενα.
Η ζήτηση των εξεταζόμενων προϊόντων προέρχεται κυρίως από τα κρατικά και ιδιωτικά νοσηλευτικά ιδρύματα, τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα, τα εργαστήρια, τα ιατρεία κ.λπ. Επίσης, για ορισμένες κατηγορίες προϊόντων η ζήτηση προέρχεται άμεσα από τους τελικούς χρήστες.
Όπως επισημαίνει ο κ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Senior Consultant της Διεύθυνσης Οικονομικών Κλαδικών Μελετών της ICAP GROUP, ο οποίος επιμελήθηκε τη συγκεκριμένη κλαδική μελέτη, η εγχώρια αγορά (αξία πωλήσεων σε τιμές χονδρικής) των ιατροτεχνολογικών προϊόντων γνώρισε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης κατά την περίοδο 1995-2009, σημειώνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 12%. Ωστόσο, την περίοδο 2010-2014 η αγορά κατέγραψε μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης της τάξης του 14%.
Όπως σημειώνεται στη μελέτη, ο δημόσιος τομέας απορροφά, διαχρονικά, το μεγαλύτερο ποσοστό των πωλήσεων και σύμφωνα με εκτιμήσεις υπολογίζεται σε 65%-70% τα τελευταία χρόνια. Αναφορικά με την κατανομή της συνολικής αγοράς ιατροτεχνολογικών προϊόντων, εκτιμάται ότι το μεγαλύτερο μερίδιο καλύπτεται από τις κατηγορίες των In Vitro διαγνωστικών αντιδραστηρίων και αναλυτών, του αναλώσιμου υγειονομικού υλικού και των ορθοπεδικών ειδών. Συνολικά οι τρεις αυτές κατηγορίες εκτιμάται ότι κάλυψαν το 48%.
Ωστόσο, σύμφωνα με τη μελέτη, τα τελευταία έτη οι διάφορες παρεμβάσεις για τη μείωση των δημοσίων δαπανών υγείας (όπως η διενέργεια κεντρικών ηλεκτρονικών διαγωνισμών, η δημιουργία του ΕΟΠΥΥ, η λειτουργία του παρατηρητηρίου τιμών, η μείωση των τιμών, τα Κ.Ε.Ν., η εφαρμογή clawback και rebate στους ιδιώτες παρόχους υγείας), επηρέασαν καίρια την εξέλιξη των πωλήσεων των εταιρειών του κλάδου. Επίσης, οι μεγάλες καθυστερήσεις πληρωμών από πλευράς δημοσίου, δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας σε ορισμένες εταιρείες.
Περαιτέρω, ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη για τον κλάδο ήταν το πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων στο PSI, καθώς συμπεριλήφθησαν σε αυτό και τα ομόλογα με τα οποία είχαν εξοφληθεί οι εταιρείες του κλάδου για τα χρέη των νοσοκομείων του ΕΣΥ της περιόδου 2007-2009. Οι παραπάνω εξελίξεις, έχουν δημιουργήσει ανακατατάξεις και έντονη κινητικότητα στον κλάδο τα τελευταία έτη.
Στα πλαίσια της μελέτης πραγματοποιήθηκε εκτεταμένη χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων του κλάδου βάσει 20 επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συνετάχθη ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος εταιρειών.
Ειδικότερα, με βάση τον ομαδοποιημένο ισολογισμό από δείγμα 99 επιχειρήσεων (εισαγωγικών και παραγωγικών) ιατροτεχνολογικών προϊόντων, παρατηρείται ότι το σύνολο του ενεργητικού τους μειώθηκε κατά 12,5% το 2013/2012. Τα συνολικά ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων του δείγματος παρουσίασαν σημαντική αύξηση (κατά 44,3%).
Οι συνολικές πωλήσεις τους παρέμειναν στα ίδια επίπεδα τη διετία 2012-2013, ενώ τα μικτά κέρδη δεν μεταβλήθηκαν σημαντικά. Όσον αφορά το καθαρό αποτέλεσμα, κέρδη εμφανίζονται το 2013 έναντι ζημιών το 2012. Τα κέρδη EBITDA αυξήθηκαν κατά 3,7% το ίδιο έτος. Αξίζει να σημειωθεί ότι 76 από τις 99 εταιρείες ήταν κερδοφόρες το 2013.