Όταν ο Λεωνίδας Φραγκιαδάκης, διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, σηκώνει το βλέμμα από το γραφείο του, βλέπει μια συλλογή από τρία καμπανάκια.
Μέσα στις θήκες τους, κάθε ένα αντιπροσωπεύει ένα επώδυνο επεισόδιο στην πρόσφατη ζωή της τράπεζάς του.
Τα καμπανάκια δίνονται από το Χρηματιστήριο Αθηνών κάθε φορά που μια εταιρία εκδίδει νέες μετοχές. Στην περίπτωση της ΕΤΕ, της δεύτερης μεγαλύτερης τράπεζας της Ελλάδας σε όρους ενεργητικού, τα τρία αντικείμενα αντιπροσωπεύουν κάθε φορά που η επιχείρηση έχει περάσει από διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης στη διάρκεια της εξαετούς κρίσης της Ελλάδας.
Ο κ. Φραγκιαδάκης λέει στους FT πως έχει έναν απλό στόχο: «Δεν θέλω να δω και τέταρτη». Η ΕΤΕ δεν είναι η μοναδική: και οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες της Ελλάδας έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί αρκετές φορές στη διάρκεια της κρίσης.
Αξιωματούχοι της ΕΕ και του ΔΝΤ που εμπλέκονται στη διεθνή διάσωση της χώρας γνωρίζουν πως οι τράπεζες κρατούν το κλειδί που θα βάλει μπρος την οικονομική ανάκαμψη της χώρας, καθώς η Ελλάδα είναι συντριπτικά εξαρτημένη από τον τραπεζικό δανεισμό.
Αλλά το πώς θα γίνει αυτό αποτελεί έναν γρίφο που τόσο οι φορείς χάραξης πολιτικής όσο και οι τραπεζίτες μέχρι στιγμής έχουν δυσκολευτεί να λύσουν. Περίπου πέντε δισ. ευρώ έχουν διοχετευθεί στον τομέα, στο πλαίσιο της περσινής διάσωσης από την ευρωζώνη. Ωστόσο, παρά τις επανειλημμένες ανακεφαλαιοποιήσεις, οι τράπεζες βαρύνονται με ένα από τα υψηλότερα επίπεδα προβληματικών δανείων στην Ευρώπη. Αυτό καταστέλλει την ικανότητά τους να προσφέρουν φρέσκια πίστωση σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η ποσότητα των προβληματικών δανείων και άλλων μη εξυπηρετούμενων εκθέσεων στον ελληνικό τραπεζικό τομέα είναι πάνω από 100 δισ. ευρώ. Μεταξύ των τεσσάρων μεγάλων τραπεζών, το ποσό ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού ποικίλλει από περίπου 45% σε 55%.
Ο κ. Φραγκιαδάκης σημειώνει πως «η κατάσταση ήταν περισσότερο ξεκάθαρη» σε άλλες χώρες που αντιμετώπισαν πρόσφατα παρόμοια υψηλή έκθεση σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs). Στην Ισπανία και την Ιρλανδία, για παράδειγμα, ο μεγαλύτερος όγκος των κόκκινων δανείων ήταν στον τομέα των ακινήτων.
Στην Ελλάδα, η εικόνα είναι πολύ πιο διαφοροποιημένη, με πολλά καταναλωτικά, στεγαστικά, μικρά και μεγάλα επιχειρηματικά δάνεια να έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές. Άλλη μια ιδιαιτερότητα είναι πως η Ελλάδα προσπαθεί να τακτοποιήσει το «κακό» χρέος σε περίοδο κρίσης.
Αυτά δεν είναι τα μοναδικά προβλήματα: οι τράπεζες προσπαθούν να κλείσουν τις πληγές τους μετά την περσινή αιμορραγία, όταν οι καταθέτες έσπευσαν να αποσύρουν τα χρήματά τους από φόβο πως η χώρα θα μπορούσε να επιστρέψει στη δραχμή. Σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε η Τράπεζα της Ελλάδος, ο τραπεζικός τομέας έχασε σχεδόν το ένα τέταρτο των καταθέσεων, λιανικής και εταιρικής, στη διάρκεια του ημερολογιακού έτους 2015 -περίπου 35 δισ. ευρώ.
Μέχρι στιγμής, μικρό μέρος αυτών έχει επιστρέψει. Στοιχεία από τον Οκτώβριο του 2016 υπαινίσσονται πως οι καταθέσεις έχουν ενισχυθεί κατά μόνο 1% από τα τέλη του περασμένου έτους και κατά 3% από το απόγειο της σύγκρουσης της Ελλάδας με τους πιστωτές της τον Ιούλιο του 2015.
Δεδομένου του φόβητρου των σκληρών κεφαλαιακών ελέγχων που έχουν τεθεί σε ισχύ από τον Ιούνιο του 2015, οι επικεφαλής των τραπεζών γνωρίζουν καλά πως το να πείσουν τον κόσμο να καταθέσει και πάλι χρήματα δεν είναι στο χέρι τους. Υπάρχουν ελάχιστες -αν υπάρχει και καμία- περιπτώσεις από το παρελθόν που να μοιάζουν με την κατάσταση της Ελλάδας.
Οι επικεφαλής των τραπεζών και οι φορείς χάραξης πολιτικής συμφωνούν ότι το πρόβλημα του εκπρόθεσμου χρέους είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που πρέπει να επιλύσει ο τραπεζικός τομέας. Εφόσον δεν υπάρχει μαγικό ραβδάκι, το πρόβλημα πρέπει να προσεγγιστεί ταυτόχρονα από πολλές πλευρές.
Μια πρωτοβουλία που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι μια αναδιαμόρφωση του περίπλοκου νόμου της χώρας για τις κατασχέσεις, για να επιταχυνθούν οι εταιρικές αναδιαρθρώσεις. Οι τροποποιήσεις που υιοθετήθηκαν πέρυσι σημαίνουν πως η Ελλάδα, τουλάχιστον θεωρητικά, έχει πλέον μία από τις πιο γρήγορες διαδικασίες κατάσχεσης στην Ευρώπη. Συζητούνται επίσης μεταρρυθμίσεις για να καταστεί ευκολότερο το κλείσιμο εξωδικαστικών συμφωνιών αναδιάρθρωσης. Αν ο νόμος εφαρμοστεί όπως προβλέπεται, μια ρευστοποίηση δεν θα πρέπει να πάρει πάνω από 12 μήνες από όταν ξεκινήσει και μέχρι να τελειώσει.
Υπάρχει η ελπίδα πως οι νέοι κανόνες θα επιλύσουν το χρόνιο πρόβλημα των «στρατηγικών κακοπληρωτών» -κατάσταση στην οποία ένα άτομο ή μια εταιρία επιλέγουν να μην πληρώσουν τα χρέη τους γιατί είναι σίγουροι πως η τράπεζα δεν θα τους «κυνηγήσει».
Άλλο ένα μέρος του γρίφου είναι να πυροδοτηθεί η δημιουργία μιας δευτερογενούς αγοράς για μη εξυπηρετούμενο χρέος που θα έδινε στις ελληνικές τράπεζες περισσότερες ευκαιρίες να πουλήσουν τις εκθέσεις τους και επίσης να εξερευνήσουν άλλους τρόπους συνεργασίας με επενδυτικές εταιρίες.
Κάποια βήματα έχουν γίνει προς αυτή την κατεύθυνση. Η αμερικανική επενδυτική εταιρία KKR και οι ελληνικές Alpha Bank και Eurobank ανακοίνωσαν τον Μάιο μια κοινοπραξία που θα πρόσφερε βοήθεια και πιθανώς φρέσκα κεφάλαια, σε μεγαλύτερες εταιρίες που παλεύουν με τα χρέη τους. Οι πιστωτές θα μοιραστούν τα πλεονεκτήματα της ανάκαμψης των επιχειρήσεων. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης επίσης έχει αναμειχθεί στο πρότζεκτ.
Τραπεζίτες και φορείς χάραξης πολιτικής το βλέπουν αυτό ως πρώιμο παράδειγμα μιας τάσης που θα πρέπει να συνεχιστεί. «Η θέσπιση πολιτικών που στηρίζουν τη ραγδαία τακτοποίηση των τραπεζικών ισολογισμών είναι (…) κρίσιμη», προειδοποίησε τον Σεπτέμβριο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. «Η ανάπτυξη εντέλει εξαρτάται από τον δανεισμό σε δυναμικές επιχειρήσεις, πράγμα που περιορίζεται αν οι τράπεζες αντ’ αυτών κρατούν στη ζωή τις μη παραγωγικές και χρεωμένες».
Πηγή: Financial Times, Euro2day