Τον κώδωνα του κινδύνου για το μέλλον των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που κινούνται γύρω από τον κλάδο των κατασκευών και της οικοδομής, κρούει ο πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Μεταποιητών Αλουμινίου και Σιδήρου και επικεφαλής της επιμελητηριακής ομάδας «Ένωση Βιοτεχνών- Νέοι Ορίζοντες» του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης, Ιωάννης Φωτιάδης, με αφορμή τις νέες επιβαρύνσεις που φέρνει το 2017 σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές.
«Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες και οι ελεύθεροι επαγγελματίες του κλάδου του αλουμινίου, αλλά και ευρύτερα του κλάδου της οικοδομής συνθλίβονται υπό το βάρος των φορολογικών επιβαρύνσεων, έχοντας ταυτόχρονα στο λαιμό τους τη θηλιά των ληξιπρόθεσμων και των τρεχουσών υποχρεώσεων προς τα ασφαλιστικά ταμεία, την εφορία, τους προμηθευτές, αλλά και προς τις ΔΕΚΟ, ενώ ταυτόχρονα το ενεργειακό κόστος παραμένει ιδιαίτερα υψηλό αυξάνοντας σημαντικά το έλλειμμα της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων μας στις διεθνείς αγορές», υπογραμμίζει σε ανακοίνωσή του ο κ. Φωτιάδης.
Στην ίδια ανακοίνωση, μεταξύ άλλων παραθέτει στοιχεία ερευνών που δείχνουν την πορεία, αλλά και τη δυναμική του κλάδου αλουμινίου, αλλά και γενικότερα του κλάδου των μετάλλων τόσο στην ελληνική αγορά, όσο και στο εξωτερικό για το 2015. Αναφορικά με τις θέσεις εργασίας, βάσει των στοιχείων που παρέθεσε ο κ. Φωτιάδης, ο κλάδος του αλουμινίου είναι ένας από τους πλέον δυναμικούς της ελληνικής οικονομίας, αλλά και ένας από τους κλάδους που χτυπήθηκε σφοδρά από την οικονομική κρίση χάνοντας 15.000 θέσεις εργασίας στα χρόνια της ύφεσης. Ειδικότερα, ο κλάδος αλουμινίου, σε σύγκριση με το 2007, έχει χάσει σήμερα πλέον του 75% των προϊόντων διέλασης, ενώ στο τέλος του 2013 είχε χάσει τεράστιο έδαφος, φτάνοντας ουσιαστικά στα επίπεδα της δεκαετίας του 1990. Οι θέσεις εργασίας, από 45.000 μειώθηκαν στις 30.000, ενώ από τα προϊόντα προφίλ που τοποθετούνται στην εσωτερική αγορά εκτιμάται ότι το 20-25%, δηλαδή ένα στα τέσσερα, είναι μη πιστοποιημένα και περνούν στην χωρίς κανέναn έλεγχο.
Όπως αναφέρει ο κ. Φωτιάδης «τα προϊόντα μας είναι ποιοτικά τόσο ως προς την πρώτη ύλη, όσο και ως προς τον σχεδιασμό των τελικών προϊόντων», ωστόσο οι επιβαρύνσεις από έμμεσους και άμεσους φόρους «καθιστούν μη ανταγωνιστικά τα ελληνικά προϊόντα όσον αφορά στην τιμή, που είναι κρίσιμος παράγοντας στην παρούσα φάση όπου όλοι αναζητούν την καλύτερη σχέση ποιότητας- τιμής». «Κι έτσι, αυτό που σε κάθε σοβαρή χώρα είναι αυτονόητο, στη δική μας -εν έτει 2017- παραμένει ζητούμενο: το σταθερό θεσμικό και φορολογικό και πλαίσιο που θα διευκολύνει την ιδιωτική επιχειρηματικότητα η οποία αποτελεί τη μόνη πηγή πλούτου για τη χώρα. Στο ασταθές περιβάλλον στο οποίο κινούμαστε προστίθενται και άλλα εμπόδια που πλήττουν την ανταγωνιστικότητα κι έχουν σχέση με το κόστος ενέργειας και χρήματος, καθώς και με το εργασιακό κόστος», επισημαίνει χαρακτηριστικά ο κ. Φωτιάδης.
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι «είναι απολύτως αναγκαία η ενίσχυση των κρατικών επενδύσεων για την ανάπτυξη της βιομηχανίας αλουμινίου ως ενός από τους κλάδους-ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας», σημειώνοντας: «Η εμπειρία των τελευταίων χρόνων έχει καταδείξει πως ανάπτυξη με υπερφορολόγηση δεν γίνεται και πως η “συνταγή” της αύξησης των φόρων και της επιβολής νέων είναι αδιέξοδη και δεν μπορεί να συνεχιστεί. Όπως επίσης δεν μπορεί να συνεχιστεί η δήμευση της ακίνητης περιουσίας μέσω του ΕΝΦΙΑ και ο καταλογισμός δυσβάσταχτων ποσών για βιοτεχνικούς και επαγγελματικούς χώρους, καθώς και ξενοδοχεία».