βραχυπρόθεσμη σταθερότητα της αγοράς προβληματίζει τα στελέχη των ελληνικών
επιχειρήσεων, όπως προκύπτει από την έρευνα της Ernst & Young. Συγχρόνως, μειώνεται η διάθεση για Συγχωνεύσεις &
Εξαγορές (Σ&Ε), μια τάση που παρατηρείται και σε διεθνές επίπεδο.
Τα αποτελέσματα της εν λόγω έρευνας βασίστηκαν στις απαντήσεις 2.600 στελεχών
από 45 χώρες, μεταξύ των οποίων και 54 στελεχών από την Ελλάδα.
Πιο
συγκεκριμένα, το ποσοστό όσων θεωρούν ότι η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας
θα βελτιωθεί έως το φθινόπωρο του 2019 διαμορφώνεται σε 67%, έναντι 54% που
καταγράφηκε τον Απρίλιο του 2018, και 34% τον Οκτώβριο του 2017. Ωστόσο, μια σειρά από επιμέρους δείκτες εμπιστοσύνης στην
οικονομία υποχώρησαν μεταξύ
Απριλίου και Οκτωβρίου 2018. Συγκεκριμένα, το ποσοστό όσων εκτιμούν ότι
βελτιώνονται οι προοπτικές για τα έσοδα των επιχειρήσεων μειώθηκε από 57% σε
48%, όσων εκτιμούν ότι βελτιώνεται η πιστωτική διαθεσιμότητα από 60% σε 43%,
όσων αισιοδοξούν για τη βραχυπρόθεσμη σταθερότητα της αγοράς από 70% σε 39%,
και όσων πιστεύουν ότι θα βελτιωθούν οι χρηματιστηριακές αποτιμήσεις από 70% σε
45%.
Αυξημένες
οι προοπτικές, αλλά μειωμένη η διάθεση για Σ&Ε
Ως
προς τις προοπτικές για συμφωνίες Σ&Ε παγκοσμίως, το 79% των στελεχών των
ελληνικών επιχειρήσεων εκτιμά ότι βελτιώνονται, ποσοστό υψηλό, αλλά αισθητά
χαμηλότερο από το 90% των ομολόγων τους στις παγκόσμιες επιχειρήσεις. Tην ίδια ώρα, αυξάνεται η αισιοδοξία ως προς
τις προοπτικές για Σ&Ε στην ελληνική αγορά έως το φθινόπωρο του 2019, με το
ποσοστό όσων εκτιμούν ότι οι προοπτικές βελτιώνονται να έχει φθάσει στο 75%,
έναντι 53% πριν ένα χρόνο. Ωστόσο, το ποσοστό όσων εκτιμούν ότι θα επιδιώξουν
μια συμφωνία Σ&Ε στη διάρκεια των επόμενων μηνών μειώθηκε σε 33%, από 50%
τον Απρίλιο 2018, μετά από τέσσερα εξάμηνα συνεχούς αύξησης του αντίστοιχου
δείκτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ως σημαντικότερη απειλή ως προς τις προοπτικές
για τις Σ&Ε κατά το επόμενο δωδεκάμηνο, το 38% των στελεχών στην Ελλάδα
ανέφερε την αβεβαιότητα στο κανονιστικό, γεωπολιτικό και πολιτικό περιβάλλον.
Η
είσοδος σε νέες αγορές (25%), η ανταπόκριση στη μεταβαλλόμενη συμπεριφορά των
πελατών και η απόκτηση ανθρώπινου δυναμικού (από 20%) αποτελούν τους βασικούς
παράγοντες που οδηγούν τα στελέχη να επιδιώξουν Σ&Ε, με τις εκτιμήσεις των
στελεχών στην Ελλάδα να μη διαφοροποιούνται ιδιαίτερα από αυτές του υπόλοιπου
δείγματος.
Η
συμμετοχή εταιρειών ιδιωτικού κεφαλαίου, κυρίαρχη τάση στις Σ&Ε
Η
έρευνα κατέγραψε, επίσης, τις απόψεις των στελεχών ως προς τις κυρίαρχες τάσεις
που επικρατούν στην αγορά των Σ&Ε. Το 29% των στελεχών στην Ελλάδα ανέφερε
την αύξηση της συμμετοχής εταιρειών ιδιωτικού κεφαλαίου (private equity), το 25% την αύξηση των διασυνοριακών Σ&Ε με
κινητήριο δύναμη την ψηφιακή τεχνολογία, και το 23% την προοπτική αυξημένων
εμποδίων στις διασυνοριακές συμφωνίες.
Ως
προς τις αναμενόμενες συνέργειες, οι συμμετέχοντες από την Ελλάδα εκτιμούν πως
το 47% θα είναι bottom-line (συνέργειες για μείωση κόστους και
βελτιστοποίηση εφοδιαστικής αλυσίδας), το 31% τεχνολογικές (συνέργειες για
αξιοποίηση τεχνολογιών και IP
από τη μια εταιρεία στην άλλη), και το 22% top-line (συνέργειες για την αύξηση εσόδων μέσω της
επαφής με διαφορετικούς πελάτες ή της εισόδου σε νέες αγορές). Ωστόσο, τόσο
στην Ελλάδα, όσο και παγκοσμίως, η έκθεση καταγράφει χαμηλά επίπεδα
ικανοποίησης, ως προς τα επίπεδα συνεργειών που επιτεύχθηκαν μέσω των Σ&Ε.
Το 39% των στελεχών στην Ελλάδα αναφέρει ότι οι συνέργειες που υλοποιήθηκαν
ήταν μικρότερες από τις αναμενόμενες, έναντι 31% που εκτιμούν ότι οι συνέργειες
που πέτυχαν ήταν αυτές που περίμεναν ή και μεγαλύτερες από τις προσδοκίες τους.
Αξιοσημείωτο είναι ότι το 30% ανέφερε ότι δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει τη
διαδικασία επίτευξης συνεργειών, σε αντίθεση με το 4% στο παγκόσμιο δείγμα.
Από
την εξαγορά στην ενσωμάτωση μιας εταιρείας
Σύμφωνα
με την έρευνα, οι βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα στελέχη στην Ελλάδα,
κατά την ενσωμάτωση μιας εταιρείας που εξαγοράστηκε, περιλαμβάνουν τη
δημιουργία μιας κοινής εταιρικής κουλτούρας (25%), την απορρόφηση και διατήρηση
του ανθρώπινου δυναμικού (20%), και την ενσωμάτωση λειτουργιών, όπως το ΙΤ
(14%).
Παράλληλα,
ο εντοπισμός περιουσιακών στοιχείων που πλέον δεν αποδίδουν και η αποεπένδυσή
τους, εμφανίζεται ως η βασική δράση για το 29% των στελεχών στην Ελλάδα, μετά
την αποτίμηση του χαρτοφυλακίου τους. Εντύπωση προκαλεί πως ένα εντυπωσιακό 24%
(3% παγκοσμίως) δήλωσε ότι δεν έλαβε κάποιο συγκεκριμένο μέτρο, γεγονός που
αναδεικνύει την ανάγκη για μια πιο αποφασιστική αντιμετώπιση των αποτιμήσεων του
χαρτοφυλακίου.
“Μένουμε
Ελλάδα” και στις επενδύσεις
Στην
Ελλάδα επιλέγουν να πραγματοποιήσουν την πλειοψηφία των Σ&Ε τα στελέχη των
ελληνικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με την έρευνα, ενώ στις διασυνοριακές συμφωνίες
κυριαρχούν το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Γερμανία και η Αυστραλία.
Παράλληλα, ο κλάδος των καταναλωτικών προϊόντων και της λιανικής εμφανίζεται ως
ο κλάδος με τις μεγαλύτερες προθέσεις να προχωρήσει σε εξαγορές, ενώ ακολουθούν
οι κλάδοι των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, της υγείας, των μεταφορών και
υποδομών, των εξορύξεων και μετάλλων, και ο κλάδος του real estate και του τουρισμού.
Σχολιάζοντας
τα ευρήματα της έρευνας, ο Εταίρος και Επικεφαλής του Τμήματος Χρηματοοικονομικών Συμβούλων της
ΕΥ Ελλάδος,Τάσος Ιωσηφίδης δήλωσε: “Η έρευνά μας κατέγραψε μια ανησυχία μεταξύ των στελεχών για τη
βραχυπρόθεσμη σταθερότητα της ελληνικής αγοράς, η οποία αντικατοπτρίζεται και
στα μειωμένα ποσοστά των επιχειρήσεων που σκοπεύουν να προχωρήσουν σε Σ&Ε
κατά το επόμενο διάστημα. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι επιμέρους δείκτες της
έρευνας για την πορεία της οικονομίας δεν είναι ιδιαίτερα βελτιωμένοι,
παρατηρούμε και μια συγκρατημένη αισιοδοξία μεταξύ των στελεχών. Αν, όμως, δε
λυθούν σοβαρά θέματα, όπως, για παράδειγμα, των κόκκινων δανείων, και,
συγχρόνως, αν δεν εδραιωθεί η εμπιστοσύνη των αγορών στην ελληνική οικονομία,
τότε η αισιοδοξία αυτή θα αποδειχθεί φρούδα”.