Τα κέρδη μετά φόρων από συνεχιζόμενες δραστηριότητες του ομίλου της Εθνικής Τράπεζας αυξήθηκαν σε 423 εκατ. ευρώ το εννεάμηνο 2019 από 61 εκατ. ευρώ το εννεάμηνο 2018, σύμφωνα με την ανακοίνωση οικονομικών αποτελεσμάτων της τράπεζας.
Όπως επισημαίνει σε δηλώσεις του ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής, Παύλος Μυλωνάς, τα αποτελέσματα του τρίτου τριμήνου 2019 της ΕΤΕ αποτελούν ένα ακόμα βήμα προς την κατεύθυνση της εξυγίανσης του ισολογισμού και της ενίσχυσης της κερδοφορίας, κεφαλαιοποιώντας τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα μέσω της εφαρμογής του φιλόδοξου και εμπεριστατωμένου προγράμματος μετασχηματισμού.
«Στο εννεάμηνο του 2019, η οργανική κερδοφορία ανήλθε σε 158 εκατ. ευρώ, ενισχυμένη κατά 41% σε ετήσια βάση, αντανακλώντας την αύξηση των οργανικών εσόδων (+7% σε ετήσια βάση), καθώς και την περιστολή των λειτουργικών εξόδων (-7% σε ετήσια βάση). Παρά τη σημαντική αποκλιμάκωση του χαρτοφυλακίου Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΜΕΑ) το κόστος πιστωτικού κινδύνου διατηρήθηκε -σε σχετικά χαμηλά επίπεδα (136 μονάδες βάσης επί των δανείων μετά από προβλέψεις). Συνυπολογίζοντας τα ισχυρά κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις και λοιπά έσοδα σχετιζόμενα με την πώληση ομολόγων και περιουσιακών στοιχείων, τα κέρδη μετά από φόρους από συνεχιζόμενες δραστηριότητες ανήλθαν σε 423 εκατ. ευρώ το εννεάμηνο 2019, σε σχέση με 61 εκατ. ευρώ το προηγούμενο έτος», αναφέρει ο κ.Μυλωνάς
«Όσον αφορά τον ισολογισμό, έχουμε επιταχύνει τη διαδικασία εξυγίανσης του χαρτοφυλακίου μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) μέσω της τρίτης σημαντικής πώλησης για το τρέχον έτος, με τη μείωση ΜΕΑ από την αρχή του έτους να ανέρχεται σε 4 δισ. ευρώ (>25%), πλησιάζοντας την επίτευξη του ετήσιου στόχου μείωσης ΜΕΑ. Αναφορικά με την οργανική μείωση ΜΕΑ, αυτή διαμορφώθηκε σε σχεδόν 1 δισ. ευρώ από την αρχή του έτους, αντανακλώντας βιώσιμες αναδιαρθρώσεις δανείων που ενείχαν σημαντικές διαγραφές οφειλών, καθώς και ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων σε μη συνεργάσιμους δανειολήπτες. Η κεφαλαιακή μας επάρκεια ενισχύθηκε κατά 80 μ.β. σε τριμηνιαία βάση, με τον δείκτη CET1 να ανέρχεται σε 16,8%, επίπεδο σημαντικά υψηλότερο των κεφαλαιακών απαιτήσεων του Εποπτικού Ελέγχου και Διαδικασίας Αξιολόγησης (SREP) για το 2019 και το 2020. Οι επικείμενες αποεπενδύσεις και τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη στο χαρτοφυλάκιο ομολόγων παρέχουν στην Τράπεζα μεγαλύτερη ευελιξία στη στρατηγική μείωσης ΜΕΑ», προσθέτει επίσης.
Ο κ.Μυλωνάς αναφέρει ότι «οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με τη σημαντική βελτίωση των μακροοικονομικών συνθηκών, καθώς και η χρήση σημαντικών εργαλείων που είναι πλέον διαθέσιμα (π.χ. Σχέδιο Ηρακλής), καθιστούν την προοπτική πρόωρης επίτευξης των στόχων του Επιχειρηματικού μας Σχεδίου εφικτή. Το γεγονός αυτό θα επιταχύνει την επιστροφή μας στην κανονικότητα, δίνοντάς μας έτσι τη δυνατότητα να επικεντρωθούμε εξ ολοκλήρου στον βασικό μας ρόλο, αυτόν της στήριξης της ελληνικής οικονομίας».