Η άρση των capital controls θα μπορούσε να ξεκλειδώσει επενδύσεις €1 δισ. από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αναφέρει σε ανάλυσή της η Εθνική Τράπεζα.
Όπως σημειώνει, ενάμιση χρόνο μετά την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων, οι ΜμΕ δείχνουν να έχουν υιοθετήσει διαδικασίες που τους επιτρέπουν να λειτουργούν υπό την παρουσία των περιορισμών αυτών. Με αυτό το δεδομένο, κρίσιμο ζήτημα είναι η ελαχιστοποίηση του δυνητικού μεσοπρόθεσμου κόστους αυτής της λειτουργικής προσαρμογής στην αναπτυξιακή προοπτική του τομέα.
Η νέα μελέτη που συνέταξε η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, εστιάζει στην επίδραση της χρονικής διάρκειας διατήρησης των ελέγχων για το βάθος των συνεπειών τους, και κυρίως στη σκιαγράφηση της επόμενης ημέρας μετά την άρση τους που εκτιμάται ότι θα απελευθερώσει σημαντική αναπτυξιακή δυναμική:
“Ξεκινώντας από μια αποκρυπτογράφηση της συγκυρίας διαπιστώνουμε ότι ο επιχειρηματικός τομέας δείχνει ότι προσπαθεί να εισέλθει σε φάση ανάκαμψης με εξασθενημένη, ωστόσο, δυναμική. Συγκεκριμένα, το 2016 χαρακτηρίστηκε από μια σταδιακή βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος, όπως αποτυπώθηκε στην άνοδο του Δείκτη Εμπιστοσύνης για τις ΜμΕ κατά 8 μονάδες στη διάρκεια του έτους” αναφέρεται στη μελέτη.
Προχωρώντας στο επόμενο στάδιο ανάλυσης – τις ενέργειες που απαιτήθηκαν για να πραγματοποιηθεί αυτή η λειτουργική προσαρμογή – αποκαλύπτεται το κόστος αυτών των δράσεων.
Πρώτον, σύμφωνα με την Εθνική Τράπεζα, μεγεθύνεται ο χρονικός ορίζοντας επιστροφής στην κανονικότητα. Συγκεκριμένα, καθώς η προσαρμογή ξεκινά να επεκτείνεται και σε αλλαγές στρατηγικής, το 17% των ΜμΕ δηλώνει ότι μετά την άρση των κεφαλαιακών περιορισμών θα απαιτηθεί χρονικό διάστημα άνω του ενός έτους για να επιστρέψει σε ομαλή λειτουργία.
Κατά το πρώτο εξάμηνο μετά την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων, το ποσοστό αυτό ήταν μόλις στο 6%. Δηλαδή, έχει τριπλασιαστεί κατά τους τελευταίους 12 μήνες – σημείο που δεικνύει ότι η διατήρηση των κεφαλαιακών ελέγχων για μακρύ χρονικό διάστημα αυξάνει εκθετικά το χρόνο επαναφοράς στην κανονικότητα μετά την άρση τους.
Δεύτερον, οι στρατηγικές αλλαγές που υιοθετήθηκαν από τις ΜμΕ δρουν συσταλτικά στη βραχυπρόθεσμη δυναμική της ανάπτυξής τους. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 34% του τομέα έχει πλέον προχωρήσει σε ακύρωση επενδύσεων (έναντι αντίστοιχου ποσοστού 24% κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2015).
Αναζητώντας τις αιτίες που οι ΜμΕ αναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε προσαρμογές πιο στρατηγικής φύσης, ξεχωρίζουμε τον περιορισμό των βραχυπρόθεσμων θωρακίσεων έναντι των κεφαλαιακών ελέγχων.
Συγκεκριμένα, κατά τους πρώτους μήνες επιβολής των κεφαλαιακών ελέγχων, άνω του ½ του τομέα των ΜμΕ διακρατούσε «μαξιλάρι ρευστότητας» εκτός ελληνικών τραπεζών το οποίο του επέτρεπε να λειτουργεί σε «σχεδόν κανονικές» συνθήκες.
Σήμερα – ενάμισι χρόνο μετά την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων – το «μαξιλάρι» αυτό έχει απωλεσθεί για το μεγαλύτερο κομμάτι των ΜμΕ και πλέον μόνο το 1/5 του τομέα (που δήλωνε σημαντικό απόθεμα στα τέλη του 2015) συνεχίζει να έχει χρηματικά διαθέσιμα εκτός ελληνικών τραπεζών και να διατηρεί κάποιας μορφής προστασία έναντι των κεφαλαιακών ελέγχων.
Καίριας σημασίας ο χρόνος
Οι παραπάνω διαπιστώσεις συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η γρήγορη άρση των κεφαλαιακών ελέγχων είναι καίριας σημασίας για την αποτροπή πρόκλησης διαρθρωτικών προβλημάτων στις ΜμΕ. Προς την κατεύθυνση της ταχύτερης δυνατής άρσης των κεφαλαιακών ελέγχων οδηγούν και οι εκτιμήσεις για την επόμενη ημέρα.
Πρώτον, η άρση των περιορισμών κρίνεται σχετικά χαμηλού κινδύνου καθώς οι επιχειρηματίες όλων των κλάδων δηλώνουν ότι θα έχουν ψύχραιμη αντίδραση όσον αφορά τις καταθέσεις τους, διατηρώντας το ποσοστό χρηματικών διαθεσίμων των ΜμΕ που διακρατούνται σε ελληνικές τράπεζες κοντά στα τρέχοντα επίπεδα (90%).
Δεύτερον – και σημαντικότερο – η άρση των κεφαλαιακών ελέγχων εκτιμάται ότι μπορεί να απελευθερώσει έντονες αναπτυξιακές δυνάμεις. Συγκεκριμένα, αναμένεται να ωθήσει το 1/3 των ΜμΕ να πραγματοποιήσει, σε ορίζοντα εξαμήνου μετά την άρση των περιορισμών, «παγωμένες» επενδύσεις οι οποίες εκτιμώνται κοντά στο €1 δισ. ετησίως, καταλήγει η έκθεση.