Εγκρίθηκε σήμερα από την Διυπουργική Επιτροπή Στρατηγικών Επενδύσεων επένδυση ύψους 46,1 εκατ. ευρώ για την κατασκευή μονάδας παραγωγής χαρτιού στη Βοιωτία. Φορέας της επένδυσης είναι η εταιρεία INTERTRADE HELLAS A.B.E.E., μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες επεξεργασίας χάρτου στην Ελλάδα και στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, με έντονη εξαγωγική δραστηριότητα (26 χώρες στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή).
Στόχος του εγκεκριμένου επενδυτικού σχεδίου είναι η δημιουργία νέας καθετοποιημένης μονάδας, μέσω της απόκτησης νέας γραμμής παραγωγής προϊόντος πρώτης ύλης χαρτιού tissue (Paper Mill) σε ιδιόκτητο οικόπεδο στη Βοιωτία. Από το έργο αναμένεται να δημιουργηθούν κατά βιώσιμο τρόπο 50 νέες θέσεις εργασίας.
Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, το επενδυτικό σχέδιο θα έχει θετικές επιπτώσεις:
-στην προστασία του περιβάλλοντος και στην εξοικονόμηση ενέργειας
-στην αύξηση της απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένης της απασχόλησης εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού και ευπαθών ομάδων του πληθυσμού
– στην ουσιώδη τόνωση της επιχειρηματικότητας, της ανταγωνιστικότητας, καθώς και της εξαγωγικής δραστηριότητας της χώρας
– στη συμβατότητα του είδους και του μεγέθους της επένδυσης σε σχέση με το φυσικό, οικιστικό και κοινωνικοοικονομικό υποσύστημα
-θετικές επιπτώσεις σχετιζόμενες με την περιβαλλοντική, χωροταξική, οικονομική και κοινωνική διάσταση της επένδυσης σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.
Πρόκειται για την πρώτη έγκριση στρατηγικής επένδυσης στον τομέα της βιομηχανίας στην οποία παρέχονται φορολογικά κίνητρα και το κίνητρο της ταχείας αδειοδότησης.
«Η επιτυχημένη υλοποίηση και λειτουργία της παρούσας επένδυσης θα έχει σημαντικό όφελος για την εθνική και τοπική κοινωνία. Η καθετοποίηση της παραγωγής με παραγωγή πρώτης ύλης (που έως σήμερα εισάγεται), σε μια εποχή (COVID 19) που η εν λόγω δραστηριότητα φαίνεται να ευνοείται λόγω της ανάγκης για περισσότερη ατομική υγιεινή με προϊόντα μιας χρήσης, ενισχύει την επιχειρηματικότητα, ανταγωνιστικότητα και εξαγωγική δραστηριότητα όχι μόνον της εταιρείας αλλά και της χώρας, μέσω της βελτίωσης της κάλυψης των αυξημένων αναγκών της εγχώριας αλλά και της διεθνούς αγοράς σε επίπεδο κατανάλωσης», τονίζει το αρμόδιο υπουργείο.