Δέκα οι αιτήσεις για διαχείριση «κόκκινων» δανείων

Το ιδιαίτερα απαιτητικό θεσμικό πλαίσιο είναι η αιτία για την καθυστέρηση που παρατηρείται στην αδειοδότηση εταιρειών διαχείρισης «κόκκινων» δανείων, οι αιτήσεις για τις οποίες έχουν φτάσει τις 10.

Από τις εταιρείες που έχουν κάνει αίτηση για να λάβουν άδεια μέχρι στιγμής, έχει αδειοδοτηθεί μόνο μία, ενώ εκκρεμούν άλλες εννιά αιτήσεις, έναντι επτά που είχαν υποβληθεί έως τον Δεκέμβριο του 2016.

Εκτός από την Aktua, την κοινή εταιρεία που έχουν συστήσει η Alpha Bank και η ισπανική Aktua και η οποία είναι η μόνη που έχει αδειοδοτηθεί μέχρι σήμερα, στη λίστα για την απόκτηση άδειας βρίσκεται η Eurobank.

Η νέα εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων που θα συστήσει, η FPS, αποτελεί ουσιαστικά συνένωση και μετεξέλιξη των εταιρειών διαχείρισης οφειλών και ενημέρωσης οφειλών που είχε μέχρι πρόσφατα ο όμιλος και σύμφωνα με πληροφορίες θα είναι η επόμενη εταιρεία που θα αδειοδοτηθεί –μάλλον άμεσα– από την Τράπεζα της Ελλάδος, που έχει τη σχετική αρμοδιότητα.

Στον μακρύ κατάλογο των εταιρειών που έχουν κάνει αίτηση έχουν προστεθεί μεγάλοι διαχειριστές όπως η LXM, η Centerbridge, η KAICAN και η Alvarez Marsal, αλλά και το αμερικανικό fund KKR μέσω της ευρωπαϊκής πλατφόρμας για τη διαχείριση απαιτήσεων που έχει ιδρύσει, την Pillarstone.

Το γεγονός, ωστόσο, ότι κανένα από τα βαριά ονόματα της αγοράς διαχείρισης «κόκκινων» δανείων δεν έχει ακόμη αδειοδοτηθεί, είναι ενδεικτικό των δυσκολιών που υπάρχουν και οι οποίες εντοπίζονται στο απαιτητικό θεσμικό πλαίσιο, που προϋποθέτει εξαντλητικές διατυπώσεις και γραφειοκρατία. Από την άλλη, η αύξηση του αριθμού αιτήσεων μέσα σε διάστημα δύο μόλις μηνών –από τις επτά στις δέκα– είναι ενδεικτική του ενδιαφέροντος που υπάρχει στη διεθνή αγορά για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών, που φθάνουν τα 108 δισ. ευρώ.

Εκτός από την πλήρη ταυτοποίηση των μετόχων, αλλά και των χρηματοδοτών της εταιρείας, προκειμένου να είναι σαφείς οι πηγές προέλευσης των κεφαλαίων, το θεσμικό πλαίσιο επιβάλλει τον εξαντλητικό έλεγχο της καταλληλότητας των μετόχων.

Προϋποθέτει επίσης την ύπαρξη και στελέχωση λειτουργιών, όπως ο εσωτερικός έλεγχος, η κανονιστική συμμόρφωση, το «ξέπλυμα» χρήματος και γενικότερα διαδικασιών που πρέπει να διαθέτει ένα πιστωτικό ίδρυμα που κάνει χρηματοδοτήσεις.

Οι προϋποθέσεις αυτές λειτουργούν ανασχετικά στην ταχεία αδειοδότηση, τη στιγμή μάλιστα που η συνήθης πρακτική γι’ αυτές τις εταιρείες με βάση και τη διεθνή εμπειρία που διαθέτουν, είναι να λειτουργούν αξιοποιώντας outsourcing μοντέλα για μια σειρά παρόμοιες δραστηριότητες, με έδρα μάλιστα στο εξωτερικό – συνήθως το Λονδίνο. Ετσι, οι απαιτήσεις της ελληνικής νομοθεσίας κάθε άλλο παρά προφανείς θεωρούνται για τα δεδομένα τους, τη στιγμή μάλιστα που η δραστηριότητά τους δεν επεκτείνεται σε θέματα αναχρηματοδότησης δανείων, αλλά μόνο διαχείρισης.

Εκτός από το δυσλειτουργικό θεσμικό πλαίσιο, από την πλευρά ορισμένων εταιρειών τίθεται και το θέμα της απόκτησης των δανείων.

Ο νόμος προβλέπει ότι οι εταιρείες διαχείρισης θα είναι αποκλειστικού σκοπού, δηλαδή θα μπορούν να κάνουν μόνο διαχείριση.

Η διατύπωση αυτή δεν επιτρέπει στις εν λόγω εταιρείες να μπορούν να αγοράζουν τα δάνεια αυτά, παρά το γεγονός ότι η πώληση από μόνη της είναι ελεύθερη με μοναδικό περιορισμό τα ελάχιστα όρια που θέτει ο νόμος για την πρώτη κατοικία και ο οποίος ισχύει μέχρι το τέλος του 2017. Ουσιαστικά, οι εταιρείες ζητούν να μπορούν να αποκτούν και τα ενέχυρα που συνδέονται με αυτά τα δάνεια, δηλαδή τα ακίνητα.

Πηγή: Καθημερινή


Exit mobile version