Χειραγώγηση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας από τους τρίτους (εκτός ΔΕΗ) παραγωγούς, κατά τη διάρκεια των κρίσεων ενεργειακής τροφοδοσίας με στόχο την αύξηση της τιμής χονδρικής ηλεκτρικής ενέργειας, κατήγγειλε απόψε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Εμμανουήλ Παναγιωτάκης σε συνέντευξη Τύπου στην Πτολεμαίδα.
Όπως ανέφερε ο επικεφαλής της επιχείρησης, οι τρίτοι παραγωγοί εφήρμοσαν επιθετική τακτική και έκαναν παρακράτηση ισχύος προσφέροντας σε χαμηλές τιμές τα δύο τρίτα της ισχύος τους και το ένα τριτο σε πολύ υψηλές τιμές. «Με αυτην την έλλειψη χειραγωγούσαν την αγορά και διαμόρφωναν πολύ ψηλά την οριακή τιμή και κέρδιζαν από την κρίση». Αυτή η τακτική συνεχίζεται ακόμη, όπως είπε, συμπληρώνοντας ότι η ΔΕΗ έχει ενημερώσει γραπτώς όλες τις αρμόδιες αρχές και αναμένει την αντίδρασή τους. «Η ΔΕΗ επωμίστηκε το βάρος, οι τρίτοι είχαν ευκαιρία για αποκόμιση κερδών και για τις αρχές θέτω ένα ερωτηματικό και περιμένω να δω τι θα κάνουν» ανέφερε ο κ. Παναγιωτάκης. Το κόστος από την αύξηση της οριακής τιμής θα αποτιμηθεί, ενώ η ΔΕΗ επωμίστηκε επιπλέον κόστος άνω των 30 εκατ. ευρώ λόγω της υποχρέωσης να λειτουργήσει με πετρέλαιο μονάδες φυσικού αεριου σε Λαύριο και Κομοτηνή, κάτι που δεν έκαναν ιδιώτες παραγωγοί με αντίστοιχες μονάδες. Έθεσε δε θέμα αποζημίωσης της ΔΕΗ απο τον λογαριασμό ασφάλειας εφοδιασμού.
Συνολικά ο κ. Παναγιωτάκης απέδωσε την κρίση σε τέσσερις παράγοντες: την αύξηση της ζήτησης, τις εξαγωγές που γίνονταν μέχρις ενός σημείου, το γεγονός ότι δεν ήταν διαθέσιμα 1000 μεγαβάτ απο λιγνιτικές μονάδες στις οποίες γινονται αναγκαίες εργασίες περιβαλοντικής αναβάθμισης και στην έλλειψη φυσικού αερίου, η διαθεσιμότητα του οποίου, όπως είπε, εξαρτάται απο τον καιρό και τις δυνατοτητες εφοδιασμού με υγροποιημένο φυσικο αεριο δια θαλάσσης.
«Οι διασυνδέσεις φυσικού αερίου ειναι μικρές και λίγες. Δεν υπάρχει σταθερή και αξιόπιστη τροφοδοσία με φυσικό αέριο» ανέφερε ο πρόεδρος της ΔΕΗ τονίζοντας οτι η ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού πρέπει να στηρίζεται σε εγχώριες πηγές ενέργειας.
Σε ερώτηση για το ενδεχόμενο πώλησης μονάδων ηλεκτροπαραγωγής ή του 17% των μετοχών της ΔΕΗ, ο επικεφαλής της επιχείρησης επανέλαβε την αντίθεσή του στις δημοπρασίες λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής παραγωγής (ΝΟΜΕ) και εξέφρασε την ελπίδα η κυβέρνηση να απορρίψει μέχρι τέλους τις πιέσεις στις διαπραγματεύσεις για αύξηση των δημοπρατούμενων ποσοτήτων ενέργειας. Δήλωσε επίσης αντίθετος στην πώληση μονάδων επαναφέροντας την πρόταση για δημιουργία δυο θυγατρικών στον τομέα της προμήθειας που θα οδηγήσουν σε πιο ομαλό άνοιγμα της αγοράς ρεύματος. Στις θυγατρικές αυτές θα εισφερθούν συμβόλαια απο όλες τις κατηγορίες καταναλωτών, ελκυστικές και μη και θα πουληθούν σε ενδιαφερόμενους ανταγωνιστές. Πάντως. όπως είπε, οι πιέσεις που ασκούνται στη διαπραγμάτευση αποσκοπούν στο να περιγράφουν απο τώρα τα δομικά μέτρα για την απελευθέρωση της αγοράς, στα οποία περιλαμβάνεται και η πώληση μονάδων.
Και για το 17% τόνισε ότι η ΔΕΗ στηρίζει τη θέση της κυβέρνησης να ενταχθεί στο υπερταμείο ή για αξιοποίηση. “Ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες, είπε, είναι αρνητικό να υποχρεωθεί η χώρα να πουλήσει το 17 % της ΔΕΗ δήθεν για εξόφληση χρέους όταν η χρηματιστηριακή τιμή είναι σε αυτά τα επίπεδα”.
Στην τοποθέτησή του για το ζήτημα της διοίκησης του ΑΔΜΗΕ, ο κ. Παναγιωτάκης αφού εξέφρασε την ικανοποίησή του για τα στελέχη που τοποθετήθηκαν στη διοίκηση, ανέφερε ακόμη ότι η ΔΕΗ αιφνιδιάστηκε και δεν είχε γνώση της υπόθεσης των αμοιβών και ότι ο ίδιος, πριν εκδηλωθεί η παρέμβαση του υπουργείου, είχε ζητήσει απο τους εκπροσώπους της ΔΕΗ στο εποπτικό συμβουλιο να επαναφέρουν τις αμοιβές του προέδρου και του διευθύνοντος συμβούλου στα επίπεδα του πλαφον που ίσχυε τα προηγούμενα χρόνια. Ο ίδιος τόνισε πάντως ότι οι αμοιβές των διοικήσεων κρατικών επιχειρήσεων δεν μπορεί φυσικά να προσδιορίζονται με κριτήρια ατομικής αυθαιρεσίας, αλλά ούτε με κριτήρια λαϊκισμού και η συγκεκριμενη υποθεση δεν βοηθά στην κατευθυνση αυτή.
Ο κ. Παναγιωτάκης ανακοίνωσε εξάλλου οτι το δάνειο, υψους 200 εκατ. ευρώ, από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες εγκρίθηκε, ενώ σε ερώτηση για τις αποκοπές ανέφερε ότι οι διακοπές, λογω χρέους, κατά κανόνα γινονται μόνο σε καταναλωτές που δεν πληρώνουν, ενώ έχουν τη δυνατοτητα να το κάνουν, ζητώντας αν υπάρχουν διαφορετικά κρούσματα, να ενημερώνεται η επιχείρηση.