Alpha Βank: Οι περικοπές συντάξεων και η υψηλή φορολογία συμπιέζουν την καταναλωτική δυνατότητα

Η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητος το 2017 στηρίχθηκε αποκλειστικά στις επενδύσεις σε μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό, παρατηρεί η Αlpha Bank στο εβδομαδιαίο της δελτίο . Σύμφωνα με το δελτίο, η σταδιακή ανανέωση του φυσικού κεφαλαίου της χώρας είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική για την ενίσχυση της παραγωγικότητος της εργασίας δεδομένου ότι για μακρά σειρά ετών οι αποσβέσεις παγίου κεφαλαίου υπερέβαιναν τον καθαρό (χωρίς τα αποθέματα) σχηματισμό παγίου κεφαλαίου.

Από την άλλη πλευρά, η ιδιωτική κατανάλωση, η ισχυρότερη παραδοσιακά συνιστώσα του ελληνικού ακαθαρίστου εγχωρίου προϊόντος, δεν είχε ουσιαστική συμβολή στο ρυθμό μεγεθύνσεως (1,4%) της οικονομίας το περασμένο έτος, καταγράφοντας σχεδόν μηδενικό ρυθμό μεταβολής (+0,1%, με βάση τα εθνικολογιστικά στοιχεία). Σύμφωνα με την Alpha bank, παρά την αύξηση της απασχολήσεως, οι φορολογικές επιβαρύνσεις που έχουν εφαρμοσθεί τα προηγούμενα έτη, σε συνδυασμό με τις επερχόμενες περικοπές στις συντάξεις και τη μείωση του αφορολογήτου ορίου, συμπιέζουν τόσο την τρέχουσα καταναλωτική δυνατότητα, όσο και την εμπιστοσύνη των καταναλωτών. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης παραμένει στο χαμηλότερο επίπεδο μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ-28 (-52,3 μονάδες στο πρώτο τρίμηνο του 2018).

Τέλος, οι εξωτερικές συναλλαγές της χώρας το 2017 δεν συνέβαλαν θετικά στην αύξηση του ΑΕΠ, καθώς η άνοδος των εξαγωγών αγαθών ορισμένων υποκλάδων της μεταποιήσεως και των εξαγωγών υπηρεσιών λόγω κυρίως της ανόδου του τουρισμού, εξανεμίστηκε από την αύξηση των εισαγωγών. Παρά την ενίσχυση της εξαγωγικής διεισδύσεως ορισμένων υποκλάδων της μεταποιήσεως, δεν παρατηρούνται σε μακροσκοπικό επίπεδο τάσεις υποκαταστάσεως των εισαγόμενων με εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα.

Οι ανωτέρω τάσεις επιβεβαιώνονται ως ένα βαθμό στην πορεία των λιανικών πωλήσεων. Παρά την αύξηση του όγκου λιανικών πωλήσεων τον Ιανουάριο του 2018 (1,5% σε ετήσια βάση) και το 2017 συνολικά (1,2%), ο κινητός μέσος όρος 6 μηνών των εκατοστιαίων ετήσιων μεταβολών του δείκτη όγκου των πωλήσεων (Γράφημα 1) εμφανίζει καθοδική πορεία από τον Ιούλιο του 2017, ενώ τον Ιανουάριο του 2018 παρατηρείται οριακή μείωση (-0,1%).

Από την άλλη πλευρά, οι πωλήσεις ΙΧ επιβατηγών αυτοκινήτων, οι οποίες ενισχύουν τις εισαγωγές εμφανίζουν σαφή ανοδική τάση καθ΄ όλη τη διάρκεια του 2017, όπως απεικονίζεται στο Γράφημα 1. Η ανοδική τάση του κινητού μέσου όρου 6 μηνών συνεχίζεται και τους πρώτους μήνες του 2018 και μάλιστα με ιδιαίτερα υψηλούς ρυθμούς αυξήσεως. Η άνοδος των πωλήσεων επιβατηγών αυτοκινήτων, παρά την αρνητική τους επίπτωση επί του ισοζυγίου πληρωμών της χώρας, και κατά συνέπεια επί της καθαρής εγχωρίου ζητήσεως στο βραχύ χρονικό ορίζοντα, συνιστούν πρόδρομο δείκτη ανόδου της οικονομικής δραστηριότητος σε μεσοχρόνιο ορίζοντα.

Παρά την αύξηση της απασχολήσεως και την ανάκαμψη του διαθεσίμου εισοδήματος με αμετάβλητη την καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών το 2017, η μέση ροπή προς αποταμίευση (δηλαδή η εθνική αποταμίευση ως ποσοστό του διαθεσίμου εισοδήματος) εξακολουθεί να κινείται σε αρνητικό έδαφος (Γράφημα 2). Επιπλέον, ο δείκτης προθέσεως των νοικοκυριών για αποταμίευση τους επόμενους 12 μήνες παραμένει σχεδόν στάσιμος από το 2012 και σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Ειδικότερα, με βάση την έρευνα που διεξάγει το ΙΟΒΕ, το 89% των νοικοκυριών τον Μάρτιο του 2018 δεν θεωρεί πιθανή τη δυνατότητα αποταμιεύσεως το επόμενο δωδεκάμηνο. Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 2, η εξέλιξη αυτή στην περίοδο 2011-2017 συσχετίζεται σε υψηλό βαθμό με την αύξηση των φορολογικών εσόδων ως αποτέλεσμα της αυξήσεως των φορολογικών συντελεστών στην άμεση και την έμμεση φορολογία. Ειδικότερα το 2017, τα φορολογικά έσοδα από άμεσους και έμμεσους φόρους αυξήθηκαν περαιτέρω στο 27,8% του ΑΕΠ, έναντι 27,6% του ΑΕΠ το 2016, ενώ με βάση τα στοιχεία εκτελέσεως του Κρατικού Προϋπολογισμού συνεχίζεται η άνοδος των άμεσων και έμμεσων φόρων στο πρώτο δίμηνο του 2018.

Αυτό λειτουργεί εις βάρος του ποσοστού αποταμιεύσεως των νοικοκυριών, το οποίο παραμένει αρνητικό και μάλιστα επιδεινώθηκε το 2017 στο -7,5% επί του διαθεσίμου εισοδήματος (2016: -6,8%).



Exit mobile version