Η φθίνουσα πορεία του ποσοστού ανεργίας στην Ελλάδα από το 2013 και έπειτα αμβλύνει μεν τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί στην κοινωνική συνοχή, χωρίς ωστόσο να αποκαθιστά το πρόβλημα των μισθολογικών απωλειών ανά εργαζόμενο κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσεως, αναφέρει στο εβδομαδιαίο σχόλιό της η Alpha Bank.
Οι παράγοντες που υπαγορεύουν την πορεία τους στην τρέχουσα συγκυρία έχουν ως ακολούθως:
Α. Υπερβάλλουσα προσφορά εργασίας: Η διατήρηση διψήφιου ποσοστού ανεργίας σε συνδυασμό με την υποαπασχόληση των εργαζομένων, περιορίζει την δυνατότητα ανακάμψεως των αμοιβών.
Στο Γράφημα 1 παρουσιάζονται οι σωρευτικές μεταβολές βασικών μεγεθών της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα.
Όπως παρατηρείται, το ποσοστό ανεργίας την περίοδο της έντονης κρίσεως ανήλθε κατά 19,2 εκατοστιαίες μονάδες, ενώ την περίοδο 2013-2017 (στοιχείο Ιουλίου 2017) ακολουθεί πτωτική πορεία (κατά 6,5 εκατοστιαίες μονάδες).
Η αύξηση του ποσοστού ανεργίας την περίοδο 2007-2013, όπως ήταν αναμενόμενο συνοδεύθηκε από μείωση του δείκτη αμοιβών εξαρτημένης εργασίας ανά εργαζόμενο κατά 14,4%.
Η μεγάλη μείωση των μισθών είναι απότοκος τόσο της οικονομικής υφέσεως όσο και της εσωτερικής υποτιμήσεως που ακολουθήθηκε κατά την προσπάθεια αποκαταστάσεως της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Την περίοδο μετά το 2013, παρά την υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας, η μεταβολή του δείκτη αμοιβών εξακολουθεί να είναι αρνητική.
Τα σημάδια ανακάμψεως της οικονομίας που παρατηρούνται από την αρχή του 2017 δεν αναμένεται να οδηγήσουν ακόμη σε σημαντική αύξηση των αποδοχών των εργαζομένων στη χώρα, καθώς το ποσοστό ανεργίας διατηρείται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα.
Β. Πτωτική πορεία της παραγωγικότητας της εργασίας: Όπως φαίνεται στο Γράφημα 1, η παραγωγικότητα της εργασίας εξακολουθεί να μειώνεται στην περίοδο 2013-2017, που η ανεργία αποκλιμακώνεται σταδιακά.
Ο χαμηλός σχηματισμός παγίου κεφαλαίου μηχανολογικού εξοπλισμού τη τελευταία οκταετία έχει επηρεάσει αρνητικά την προοπτική αυξήσεως της παραγωγικότητας της εργασίας και κατά συνέπεια την άνοδο των αποδοχών.
Γ. Αύξηση του αριθμού των συμβάσεων μερικής απασχολήσεως: H σύνθεση της αγοράς εργασίας, με την αύξηση του ποσοστού συμβολαίων προσωρινής και εκ περιτροπής απασχολήσεως, και ιδιαίτερα η αύξηση του ποσοστού των απασχολουμένων που ενώ εργάζονται με μερική απασχόληση θα ήθελαν να εργασθούν περισσότερες ώρες (ακούσια μερική απασχόληση) αποτρέπει την αύξηση της μέσης μισθολογικής αμοιβής.
Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 2, σε επιλεγμένες χώρες της Ευρώπης όπως Κύπρος, Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε αλλά μειώθηκε και ο δείκτης αμοιβών εξαρτημένης εργασίας ανά εργαζόμενο.
Ειδικότερα στην περίπτωση της Ιταλίας παρατηρήθηκε ακόμη μεγαλύτερη μείωση του δείκτη αμοιβών σε σχέση με την μεταβολή του ποσοστού ανεργίας.
Στο σύνολο της Ευρωζώνης όπου παρατηρείται επίσης μείωση του ποσοστού ανεργίας, η αύξηση του δείκτη αμοιβών εξαρτημένης εργασίας είναι πολύ περιορισμένη.
Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι όπως στην Ελλάδα έτσι και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε μεν αλλά αυξήθηκε το ποσοστό μερικής απασχόλησης και κυρίως το ποσοστό της ακούσιας μερικής απασχόλησης.
Οι παράγοντες που οδήγησαν στην αύξηση των συμβάσεων μερικής απασχολήσεως είναι:
• Η αβεβαιότητα του οικονομικού περιβάλλοντος οδηγεί τις επιχειρήσεις στην αποφυγή συνάψεως συμβάσεων πλήρους απασχολήσεως ώστε να διατηρήσουν την ευχέρεια αντίδρασης σε τυχόν οικονομικές διακυμάνσεις της δραστηριότητάς τους στο μέλλον.
• Η παραμονή του πραγματικού ΑΕΠ σε επίπεδο σημαντικά χαμηλότερο από εκείνο του δυνητικού ΑΕΠ δεν δίδει ακόμη τη δυνατότητα σε επιχειρήσεις να προβούν σε ενίσχυση των θέσεων πλήρους απασχολήσεως.
• Η απογοήτευση των εργαζομένων μετά από μακρά περίοδο αναζητήσεως εργασίας ή υποαπασχολήσεως τους παρακινούν στην αποδοχή προτάσεων για θέσεις εργασίας μερικής απασχολήσεως έτσι ώστε να διασφαλιστεί ένα ανεκτό επίπεδο διαβιώσεως.
Δ. Αύξηση του Δείκτη Οικονομικής Εξαρτήσεως: Στο Γράφημα 3 παρουσιάζεται η διαχρονική εξέλιξη του δείκτη οικονομικής εξαρτήσεως (που μετρά σε πόσους άνεργους και μη οικονομικά ενεργά άτομα αντιστοιχεί ο κάθε απασχολούμενος) στην Ελλάδα και σε επιλεγμένες χώρες της Ευρωζώνης.
Ο δείκτης αυτός έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο στην Ελλάδα κατά το 2013 και έκτοτε εμφανίζει μεν καθοδική τάση, ωστόσο παραμένει σε πολύ υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες.
Τούτο δείχνει ότι παρά τη μείωση των μισθολογικών αμοιβών, το συνολικό κόστος εργασίας στην Ελλάδα παραμένει υψηλό, καθώς υφίσταται ιδιαίτερα ισχυρή πίεση για κοινωνική προστασία και κοινωνικές εισφορές.