Με τον τομεάρχη Εργασίας της ΝΔ, Γιάννη Βρούτση, συναντήθηκε
σήμερα το Προεδρείο της ΓΣΕΕ στα γραφεία της.
Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση της ΓΣΕΕ, κατά τη
διάρκεια της συνάντησης, «συζητήθηκαν όλα τα ζητήματα που απασχολούν την
εργασιακή και ασφαλιστική επικαιρότητα, με αιχμή του δόρατος την προσαρμογή του
κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση, σε εφαρμογή των ισχυουσών μνημονιακών
δεσμεύσεων της χώρας, το ασφαλιστικό, τις επιπτώσεις των δημοσιονομικών
πολιτικών λιτότητας στους εργαζόμενους και, τέλος, ζητήματα δημοκρατίας και
σεβασμού στη θεσμική εκπροσώπηση των κοινωνικών εταιρών».
«Ιδιαίτερο ενδιαφέρον επεδείχθη από τους εκπροσώπους του
Τομέα Εργασίας της ΝΔ σχετικά με την κυοφορούμενη πρόταση για τη δημιουργία
ενός Εθνικού Επαγγελματικού Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών, στο πλαίσιο του
δεύτερου πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας», επισημαίνεται στην
ανακοίνωση.
Σε ανακοίνωσή του, ο κ. Βρούτσης αναφέρθηκε στη διαφωνία της
ΓΣΕΕ όσον αφορά στη διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού και στην επί της
αρχής συμφωνία για τη δημιουργία Εθνικού Επαγγελματικού Ταμείου.
Μετά το τέλος της
συνάντησης, ο κ. Βρούτσης έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Ο κοινωνικός διάλογος αποτελεί θεσμικό κεκτημένο και
αντηρίδα της δημοκρατίας. Η Ν.Δ. με προσήλωση και σεβασμό απέναντι στους
κοινωνικούς εταίρους, συνεχίζει με όλους ανεξαιρέτως και ισότιμα τον διάλογο
για τα κρίσιμα θέματα που αφορούν εργαζόμενους, ανέργους, συνταξιούχους, και
επιχειρήσεις. Υπερασπίζεται την υποχρεωτικότητα του κοινωνικού διαλόγου και το
κάνει πράξη και ως κυβέρνηση και ως αντιπολίτευση. Άλλωστε, η δύναμη του
πολιτικού διαλόγου, είναι να συζητάς με κάποιον έστω και αν διαφωνείς μαζί του.
Είναι εντυπωσιακό, ότι ο μοναδικός Πρωθυπουργός που δεν έχει συνομιλήσει –μέχρι
σήμερα- με τη ΓΣΕΕ είναι ο κ. Τσίπρας.
Από την πλευρά της Ν.Δ. τέθηκαν τα ακόλουθα ζητήματα:
1. Αποτελεί
θέση μας η διατήρηση των κλαδικών συμβάσεων, δηλαδή του Ν.1876/1990, όπου η
ορθολογική εφαρμογή του ενισχύει και λειτουργεί προς όφελος ταυτόχρονα και των
εργαζομένων και των επιχειρήσεων και της εθνικής οικονομίας. Ωστόσο, όμως,
θεωρούμε αναγκαία την συμπληρωματική εφαρμογή
των επιχειρησιακών συμβάσεων -όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο- για τη
βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και τη διάσωση των θέσεων εργασίας.
2. Στο θέμα
του κατώτατου μισθού, υπερασπιζόμαστε το Ν. 4172/2013, που σήμερα εφαρμόζει η
κυβέρνηση, ενώ στο παρελθόν καταψήφισε και αντιδρούσε λυσσαλέα. Ένας νόμος με
τον οποίο αυξάνεται ο κατώτατος μισθός, αλλά μόνο στο πλαίσιο των δυνατοτήτων
και της αντοχής της οικονομίας. Στο σημείο αυτό, υπάρχει διαφορετική προσέγγιση
και διαφωνία εκ μέρους της ΓΣΕΕ.
3. Επαναλάβαμε
την ανάγκη κατάργησης του Ν. 4387/2016 (Κατρούγκαλου), καθώς δεν υπηρετεί τις
αρχές ενός δίκαιου, ανταποδοτικού και ελκυστικού ασφαλιστικού συστήματος. Το
“ξήλωμα” του Νόμου που επιχειρείται από το ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί ημίμετρο και
“μπάλωμα” που δεν επιλύει το πρόβλημα. Απλά το διαιωνίζει. Επίσης, τέθηκε η
αναγκαιότητα μείωσης του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων, όπως είχε
κάνει πράξη η κυβέρνηση Σαμαρά στο παρελθόν. Ένα μέτρο που ενίσχυσε την
απασχόληση και μείωσε την ανεργία. Επιπλέον, τέθηκε η ανάγκη περαιτέρω μείωσης
των ασφαλιστικών εισφορών, αλλά και του ασφαλιστικού πλαφόν στα εισοδήματα των
ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων.
4. Με
ενδιαφέρον ακούσαμε, επίσης, την πρόταση της ΓΣΕΕ για την ενίσχυση του δεύτερου
πυλώνα της κοινωνικής ασφάλισης, σχετικά με τη δημιουργία Εθνικού
Επαγγελματικού Ταμείου. Επί της αρχής συμφωνούμε, καθώς η δημιουργία
επαγγελματικών ταμείων αποτελεί διακηρυγμένη θέση της Ν.Δ. Θα παρακολουθούμε
στενά τις εξελίξεις γύρω από αυτό το θέμα, θέτοντας σε υψηλή προτεραιότητα
συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις, όπως είναι: η διασφάλιση της απόλυτης
διαφάνειας, η χρήση των σύγχρονων και βέλτιστων ευρωπαϊκών πρακτικών, ώστε να
επιτυγχάνεται η μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα, η ισχυρή εποπτεία και η μη
επιβάρυνση του μη μισθολογικού κόστους σε βάρος της ανταγωνιστικότητας των
επιχειρήσεων και των μισθών».
Τέλος, ευχαριστώ προσωπικά τον Πρόεδρο της ΓΣΕΕ κ.
Παναγόπουλο και το Προεδρείο για τη φιλοξενία, καθώς και για τον εποικοδομητικό
και γόνιμο διάλογο που είχαμε».