Βραδεία αύξηση της απασχόλησης στην ΕΕ, με ρυθμούς χαμηλότερους από το προσδοκώμενο, καταγράφει η τριμηνιαία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εργασιακή και κοινωνική κατάσταση, που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. Η Ελλάδα έχει το ρεκόρ στη μείωση της απασχόλησης μετά το 2008 με 13,7 ποσοστιαίες μονάδες και στο ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας που έφθασε το 74,4%.
Σύμφωνα με την έκθεση, η οικονομική ανάκαμψη που άρχισε στην ΕΕ την άνοιξη του 2013 παραμένει υποτονική και οι πρόσφατες προβλέψεις για το ΑΕΠ της ΕΕ έχουν αναθεωρηθεί προς τα κάτω. Παρά την αστάθεια της μακροοικονομικής κατάστασης, διαπιστώνει η έκθεση, η απασχόληση παρουσίασε μικρή αλλά σταθερή αύξηση στην ΕΕ από τα μέσα του 2013 και μετά.
Η απασχόληση αυξήθηκε στα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ, ακόμη και σ’ εκείνα που παρουσιάζουν πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Η υψηλότερη αύξηση της απασχόλησης το τρίτο τρίμηνο του 2014, σε σχέση με το προηγούμενο, καταγράφηκε στην Ελλάδα (+ 1,7%) και στην Πορτογαλία (+ 1,4%).
Ωστόσο, η έκθεση τονίζει ότι η επιστροφή στα “προ κρίσης επίπεδα ανεργίας” συντελείται με βραδύτερους από το προσδοκώμενο ρυθμούς. Συγκεκριμένα η έκθεση αναφέρει ότι το ποσοστό απασχόλησης παραμένει κάτω από τα επίπεδα του 2008 στα δύο τρίτα των κρατών-μελών. Ειδικότερα, επισημαίνει ότι η μεγαλύτερη μείωση της απασχόλησης από το 2008 ως το δεύτερο τρίμηνο του 2014, καταγράφηκε στην Ελλάδα (13,7 ποσοστιαίες μονάδες), στην Κύπρο (9,2) και στην Ισπανία (9,2). Το ίδιο διάστημα, η μεγαλύτερη αύξηση της απασχόλησης σημειώθηκε στη Γερμανία και στην Ουγγαρία (3,3 ποσοστιαίες μονάδες) και στη Μάλτα (6,2).
Εξάλλου, η έκθεση υπογραμμίζει το πρόβλημα της μακροχρόνιας ανεργίας, καθώς και τις περιορισμένες ευκαιρίες απασχόλησης για τους νέους (15-24 ετών) και τους ενηλίκους νεαρής ηλικίας (25-39 ετών). Το δεύτερο τρίμηνο του 2014, συνολικά 12,4 εκατομμύρια άτομα (το 5,1% του εργατικού δυναμικού) ήταν άνεργοι για περισσότερο από ένα έτος, ενώ περισσότεροι από τους μισούς ήταν άνεργοι για περισσότερο από δύο έτη.
Η Ελλάδα και η Κύπρος καταγράφουν ιστορικά υψηλά επίπεδα μακροχρόνιας ανεργίας, τονίζει η έκθεση, τα οποία συνεχίζουν να αυξάνονται στις δύο χώρες, αλλά και στην Ιταλία. Ειδικότερα, η Ελλάδα κατατάσσεται πρώτη στην ΕΕ σε ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας, καθώς το 74,4% των ανέργων είναι μακροχρόνια άνεργοι.
Σε ό,τι αφορά το εισόδημα των νοικοκυριών, η έκθεση διαπιστώνει ότι το δεύτερο τρίμηνο του 2014 αυξήθηκε με πολύ αργούς ρυθμούς στα περισσότερα κράτη-μέλη, όχι όμως στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία, όπου το εισόδημα των νοικοκυριών συνεχίζει να μειώνεται. «Η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα, η οποία παρατηρήθηκε κατά το πρώτο εξάμηνο του 2014, φαίνεται ότι ανακόπηκε τους τελευταίους μήνες», υπογραμμίζει η έκθεση.
Σε ό,τι αφορά τη φορολόγηση της εργασίας, προκύπτει ότι έως το 2012 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία), σε λιγότερα από τα μισά κράτη-μέλη η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας μειώθηκε, ενώ μόνο σε λίγες χώρες συνοδεύτηκε από αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης της κατανάλωσης. «Η πάταξη της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής μπορεί να συμβάλει θετικά στους στόχους σχετικά με τον προϋπολογισμό και την απασχόληση, καθώς και στην επίτευξη των κοινωνικών στόχων», επισημαίνει η Επιτροπή.
Τέλος, η έκθεση διαπιστώνει ότι η απασχόληση έχει βελτιωθεί στους περισσότερους τομείς, ιδιαίτερα όμως στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης και των κοινωνικών υπηρεσιών. Όπως επισημαίνεται, ο τομέας της υγείας και των κοινωνικών υπηρεσιών χαρακτηρίζεται από εργατικό δυναμικό με καλύτερες δεξιότητες απ’ ό,τι στην υπόλοιπη οικονομία, αλλά και από υψηλότερο μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων, σκληρότερες συνθήκες εργασίας και υψηλό ποσοστό εργασίας μερικής απασχόλησης, η οποία θα μπορούσε να δυσχεράνει την προσέλκυση νέων εργαζομένων στον τομέα. Παρ’ όλα αυτά, αναμένεται να δημιουργηθούν περισσότερες θέσεις εργασίας στον συγκεκριμένο τομέα λόγω της γήρανσης του εργατικού δυναμικού του και λόγω της αυξημένης ζήτησης που δημιουργούν οι νέες ανάγκες που προκύπτουν από τις δημογραφικές μεταβολές. Ωστόσο, οι δημοσιονομικοί περιορισμοί, λόγω της οικονομικής κρίσης, οδήγησαν σε σημαντικές περικοπές στον τομέα των υγειονομικών και κοινωνικών υπηρεσιών.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ