Η σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών για το προσφυγικό, που θα γίνει υπό την προεδρία του κ. Προκόπη Παυλόπουλου τις επόµενες ηµέρες, θα µπορούσε υπό προϋποθέσεις να αποτελέσει µια σηµαντική και ελπιδοφόρο ευκαιρία επανεκκίνησης της βαλτωµένης σήµερα πολιτικής µας ζωής και διόρθωσης της αδιέξοδης εθνικής µας πορείας.
Άλλωστε, υπό το βάρος της όξυνσης του µεταναστευτικού προβλήµατος και µε την εκκρεµότητα της κρίσιµης αξιολόγησης για τους ρυθµούς εφαρµογής του τρίτου µνηµονίου να επιτείνει την αίσθηση της πολιτικής ρευστότητας και αβεβαιότητας, σχεδόν όλοι παραδέχονται πλέον ότι η εθνική συνεννόηση και συνεργασία είναι ο µόνος δρόµος για την έξοδο της χώρας από την κρίση.
Είναι µάλιστα χαρακτηριστικό ότι λίγους µόνο µήνες µετά τις τελευταίες εθνικές εκλογές οι ηγέτες τριών κοµµάτων της ελάσσονος αντιπολίτευσης -η κ. Φώφη Γεννηµατά και οι κ.κ. Θεοδωράκης και Λεβέντης- προτείνουν τον σχηµατισµό νέας κυβέρνησης από την παρούσα Βουλή και µε τη συµµετοχή όλων ανεξαιρέτως των πολιτικών δυνάµεων που υπερψήφισαν το µνηµόνιο τον περασµένο Αύγουστο.
ΤΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ, όµως, σήµερα για τους πολίτες δεν είναι ποιος θα κυβερνήσει τους επόµενους µήνες, αλλά αν θα γίνουν επιτέλους αυτά που η χώρα χρειάζεται για να προχωρήσει µπροστά. Σηµασία δεν έχει αν στο τιµόνι θα βρίσκεται ο κ. Αλέξης Τσίπρας ή κάποιος εξωκοινοβουλευτικός πρωθυπουργός τύπου Παπαδήµου, στο πρόσωπο του οποίου θα συµφωνήσουν τα κόµµατα στην περίπτωση που επιβεβαιωθούν τα «οικουµενικά» σενάρια, αλλά να κυβερνηθεί η Ελλάδα µε τρόπο αποτελεσµατικό και υπεύθυνο, ώστε να καταφέρει επιτέλους να βγει από το µνηµόνιο, έστω και τελευταία, έστω και… καταϊδρωµένη.
Γιατί, βέβαια, το µόνο σίγουρο είναι ότι η οικονοµία µας δεν αντέχει νέες εκλογές µέσα σε τόσο σύντοµο χρονικό διάστηµα. Οι κάλπες στήθηκαν ήδη -αν συνυπολογίσει κανείς το δηµοψήφισµα- τρεις φορές µέσα σε έναν χρόνο. Το κόστος µιας τέταρτης εκλογικής αναµέτρησης θα ήταν µεγάλο. Και µε δεδοµένο ότι η πολιτική που καλείται να εφαρµόσει η χώρα µας είναι ήδη συµφωνηµένη µε τους δανειστές και ψηφισµένη από 222 βουλευτές, είναι προφανές ότι το ζητούµενο είναι πλέον κυρίως -αν όχι αποκλειστικά- η αποτελεσµατικότητα.
Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ Τσίπρα έκλεισε ήδη έναν χρόνο στην εξουσία. Εναν χρόνο στη διάρκεια του οποίου διαπραγµατεύτηκε πολύ, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία και κυβέρνησε λίγο. Ακόµη και σήµερα δίνει την αίσθηση ότι προσπαθεί να περάσει την αξιολόγηση κυρίως µε πολιτική διαπραγµάτευση και παίρνοντας απλώς τη «βάση» στην καθηµερινή διαχείριση των µεγάλων ανοικτών θεµάτων. ∆εν επιδεικνύει αξιόλογη δράση στην αντιµετώπιση των προβληµάτων της κοινωνίας και των πολιτών.
∆εν επιδιώκει -ή τουλάχιστον αυτή την εντύπωση δίνει- υψηλές βαθµολογίες στη διακυβέρνηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι το τελευταίο διάστηµα µοιάζει να έχει προσβληθεί από το «σύνδροµο» Σαµαρά. Οπως ακριβώς συνέβη µε την κυβέρνηση Ν.∆. – ΠΑΣΟΚ µετά τις ευρωεκλογές του 2014, έτσι και σήµερα οι υπουργοί του κ. Τσίπρα µοιάζουν να έχουν κατεβάσει τα µολύβια τους, επηρεασµένοι προφανώς από την περιρρέουσα ατµόσφαιρα πολιτικής αστάθειας και εν αναµονή των εξελίξεων.
ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ότι -όπως αποκάλυψε χθες η εφηµερίδα «Αγορά»- επτά σηµαντικά κυβερνητικά νοµοσχέδια που είναι έτοιµα παραµένουν «ξεχασµένα» στα συρτάρια των αρµόδιων κυβερνητικών στελεχών, ενώ θα έπρεπε να έχουν ήδη ψηφισθεί ή έστω να έχουν µπει σε διαδικασία δηµόσιας διαβούλευσης.
Ανάµεσα σε αυτά είναι ο νέος αναπτυξιακός νόµος και τα νοµοσχέδια για την κοινωνική οικονοµία και επιχειρηµατικότητα, για τις αδήλωτες καταθέσεις, για την επιστηµονική έρευνα, για τον εκσυγχρονισµό των δηµοσίων έργων, για το λαθρεµπόριο καπνού, καθώς και το νέο θεσµικό πλαίσιο για τις δηµόσιες συµβάσεις.
Και βέβαια από αυτή την καθυστέρηση τα δηµόσια ταµεία χάνουν εκατοντάδες εκατοµµύρια ευρώ, αφού ανάµεσα στα «παγωµένα» νοµοσχέδια είναι και αυτά της οικειοθελούς αποκάλυψης του «µαύρου» χρήµατος ή της καταπολέµησης της λαθρεµπορίας τσιγάρων, από την οποία το κράτος χάνει 1,5 δισ. ευρώ ετησίως. Οσο για τις επιπτώσεις της αργοπορίας στην ψήφιση του νέου αναπτυξιακού νόµου, είναι περιττό να γίνουµε πιο αναλυτικοί… Οι επιχειρήσεις ασφυκτιούν και αναµένουν µε αγωνία…
ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΦΑΝΕΣ, λοιπόν, ότι η βασική ανάγκη της χώρας σήµερα είναι να κυβερνηθεί. Η προσφυγική κρίση, από τη µια πλευρά, και η οικονοµική, από την άλλη, µπορούν να αντιµετωπισθούν µόνον αν δράσουµε ενωµένοι, µε ταχύτητα και αποτελεσµατικότητα. Και αυτό προϋποθέτει τη συγκρότηση ενός συνεκτικού εθνικού σχεδίου, που δεν θα υπονοµεύεται, ούτε θα αµφισβητείται καθηµερινά στο εσωτερικό της χώρας.
Το σχέδιο αυτό, στους βασικούς του άξονες, πρέπει να το συναποφασίσουν οι πολιτικοί αρχηγοί. Και βέβαια την ευθύνη της εισήγησης, αλλά και των ενωτικών χειρισµών και πρωτοβουλιών, δεν µπορεί παρά να την έχει ο πρωθυπουργός. Ο κ. Αλέξης Τσίπρας οφείλει να αξιοποιήσει την ιστορική ευκαιρία της σύσκεψης των αρχηγών για το προσφυγικό. Και να διευρύνει την ατζέντα της εθνικής συνεννόησης.
Αν µάλιστα χρειαστεί να διευρύνει και την κυβέρνησή του, λειτουργώντας µε ευρύτητα πνεύµατος και βάζοντας το συµφέρον του τόπου πάνω από αυτό του κόµµατός του ή του εαυτού του, ας το πράξει χωρίς δισταγµό. Εχει την κύρια ευθύνη για τις επερχόµενες εξελίξεις. Θα του χρεωθούν. Και βέβαια ανάλογες ευθύνες έχουν και οι ηγέτες των κοµµάτων της αντιπολίτευσης. Ας µελετήσουν όλοι τους την ιστορία των κυβερνήσεων και των πρωθυπουργών της περιόδου των µνηµονίων και ας προβληµατισθούν.
Η καρέκλα φαίνεται γλυκιά, αλλά είναι ηλεκτρική. Και όποιος πάσχει από… «πρωθυπουργίτιδα» καταλήγει σύντοµα στο σπίτι του για… ανάρρωση! Αντίθετα, όποιος θυσιάσει την εξουσία του ή τη φιλοδοξία του χάριν της πατρίδας έχει σοβαρές πιθανότητες να µείνει και στο πολιτικό προσκήνιο και στην Ιστορία.