Υπάρχουν τώρα δύο προτάσεις στο τραπέζι – μια από τους πιστωτές και μία από την Ελλάδα. Αυτό που έχουν κοινό είναι ότι καμιά δεν θα φτιάξει την ελληνική οικονομία. Δεν χρειάζεται καν να υποκρινόμαστε. Και οι δυο αξίζει να απορριφθούν μια και έξω, εξηγεί ο Β. Μινχάου, βασικός αρθρογράφος στην εφημερίδα Financial Times .
Οι ευρωπαίοι τεχνοκράτες έχουν χαθεί στις τεχνικές λεπτομέρειες στις διαπραγματέυσεις και είναι ανίκανοι να δουν τη μεγάλη εικόνα. Μπορούν να περάσουν εβδομάδες συζητώντας πόσο θα είναι το 2016 το πρωτογενές πλεόνασμα, πριν την πληρωμή των τόκων για το χρέος, αν θα είναι 1,5% ή 2% και αγνοούν ότι τα περιθώρια σφάλματος οποιασδήποτε από τις προβλέψεις τους υπερβαίνουν κατά πολύ αυτό το μικρό κενό σε πολλαπλάσιο βαθμό.
Μερικοί από τους πιστωτές ενδιαφέρονται μόνο για τη διατήρηση της παράστασης, αρνούνται να αναγνωρίσουν επισήμως ότι τα δάνεια τους προς την Ελλάδα δεν θα αποπληρωθούν ποτέ.
Ο κύριος στόχος για Αλέξης Τσίπρας, ο Έλληνας Πρωθυπουργός, εν τω μεταξύ, είναι να παραμείνει στην εξουσία. Μια συμφωνία του στυλ «παράταση και προσποίηση» εφόσον καταλήξει σε επιτυχία, μπορεί να του ταιριάζει.
Τι λάθος υπάρχει στις δύο προτάσεις; Η ελληνική είναι ανέντιμη. Η πρόταση των πιστωτών απαιτεί ένα επίπεδο λιτότητας που είναι αδύνατο, αλλά και αναγκαίο, αν η Ελλάδα θέλει να μειώσει το χρέος της σε πιο βιώσιμο επίπεδο και να εκπληρώσει των υποχρεώσεών της. Αυτός είναι ένας κακός συνδυασμός, σημειώνει ο Β. Μινχάου στους FT.
Αυτό που κάνει την ελληνική πρόταση ανέντιμη είναι ότι οι αριθμοί δεν αθροίζονται, δεν βγαίνουν. Οι δημοσιονομικές προσαρμογές είναι πιο ήπιες από ό, τι είναι απαραίτητο για την επίτευξη ενός πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5%, μια απαίτηση των πιστωτών με την οποία ο Τσίπρας λέει ότι συμφωνεί.
Ο κ Τσίπρας τους λέει: Είμαι στην ευχάριστη θέση να θέσω οποιοδήποτε αριθμό θέλετε. Θα σας εξαπατήσω έτσι κι αλλιώς. Εάν η απώλεια της αμοιβαίας εμπιστοσύνης είναι το πρόβλημα, αυτή η πρόταση δεν θα το φτιάξει, σχολιάζει στους FT o Μινχάου.
Επιλογές
Κάντε λίγο ένα βήμα πίσω και η λύση δεν είναι δύσκολο να φανεί: λιγότερη λιτότητα, περισσότερες μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα και κάποια έξυπνη αναδιάρθρωση του χρέους. Αυτό ήταν το κυριότερο συμπέρασμα της πρόσφατης διάσκεψης με μερικούς από τους κορυφαίους ειδικούς στον κόσμο για το θέμα αυτό, όπως αναφέρθηκε από τον Ρίτσαρτ Πορτς από το London Business School.
Η καλύτερη διαπραγματευτική τακτική του κ. Τσίπρας θα ήταν να απορρίψει την προσφορά των πιστωτών μια και έξω και να επανέλθει με ένα έξυπνο σχέδιο, ένα που θα έχει μια ευκαιρία. Θα πρέπει να περιλαμβάνει περισσότερες μεταρρυθμίσεις από ό, τι προσφέρει αυτή τη στιγμή. Θα πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από τις διάσημα «κόκκινες γραμμές» του – σχετικά με τις συντάξεις ή για το ΦΠΑ, για παράδειγμα.
Ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα που θα δεσμεύει την Ελλάδα μόνο για έναν ισοσκελισμένο πρωτογενή προϋπολογισμό το τρέχον έτος και ελαφρά πλεονάσματα στο μέλλον συνδεδεμένα με τις οικονομικές επιδόσεις. Αυτό μπορεί να μην γίνει αποδεκτό από τους πιστωτές. Θα μπορούσε να είναι ήδη πολύ αργά. Αλλά τουλάχιστον ο κ. Τσίπρας θα μπορούσε να διεκδικήσει το ηθικό έδαφος από υψηλότερη θέση. Η χειρότερη δυνατή έκβαση της τρέχουσας πρότασης θα ήταν άλλος ένας τύπος συμφωνίας «παράταση και προσποίηση» αφήνοντας την Ελλάδα χωρίς διόρθωση με προβλήματα ρευστότητας και σε μόνιμη ύφεση.
Οι ενδεχόμενες συνέπειες μιας τέτοιας πορείας θα μπορούσε να είναι μια διάλυση του κοινωνικού ιστού και της δημοκρατίας. Μια κακή συμφωνία αυξάνει επίσης την πιθανότητα μιας ενδεχόμενης εξόδου από την ευρωζώνη. Το Grexit δεν είναι μια καλή επιλογή. Η ευρωζώνη δεν έχει λογικό συμφέρον να συμβεί κάτι τέτοιο.
Αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι, από την ελληνική οπτική γωνία, δεν είναι και η χειρότερη από όλες τις επιλογές. Πλησιάζουμε τη στιγμή του Μάκβεθ στο ελληνικό δράμα: «Εάν είναι να τελειώσει κάτι, όταν τελειώσει, τότε ας τελειώσει γρήγορα».
Πηγή: enikos.gr