Υπερέβησαν τα 100 εκατ. ευρώ οι εξαγωγές ελληνικών αλκοολούχων ποτών το 2023 καθώς αυξήθηκαν κατά 9,4% και ανήλθαν στα 106,09 εκατ. ευρώ, όπως προέκυψε από τα προσωρινά στοιχεία της EUROSTATτα οποία επεξεργάσθηκε ο ΣΕΑΟΠ.
Το 2023 η εξαγωγική δραστηριότητα των ελληνικών αλκοολούχων ποτών ενισχύεται περαιτέρω και ξεπερνά κατά πολύ σε αξία τα προ πανδημίας επίπεδα. Ειδικότερα, σε σύγκριση με το 2022, σημειώθηκε συνολική αύξηση (εντός ΕΕ 27 & σε Τρίτες Χώρες) σε αξία ευρώ κατά 9,4% (+9,12 εκατ. ευρώ σε απόλυτες τιμές) δείχνουν τα στοιχεία.
Σε αντίθεση με την συνολική αξία, οι εξαγωγές σε ποσότητα kg, των ελληνικών αλκοολούχων ποτών εμφανίζουν πτώση -5,02% (-2 εκατ. κιλά σε απόλυτες τιμές). Αυξητική καταγράφεται το 2023 και η εξέλιξη της μέσης τιμής μονάδος, ανά εξαγόμενο κιλό ποτού όπου εμφανίζει αύξηση κατά 15,2%.
Σε σύγκριση με την τελευταία 5ετία (2023 vs 2019) ο κλάδος της ελληνικής παραγωγής αλκοολούχων ποτών, καταγράφει διαχρονική αύξηση των εξαγωγών του, σε αξία κατά +39,3%, αλλά και σε ποσότητα κατά +5,2%.
Σημειώνεται ότι η πτώση του συνόλου των εξαγωγών των ελληνικών αλκοολούχων ποτών προς Τρίτες Χώρες το 2023, ευθύνεται κατά μεγάλο μέρος στη μείωση των εξαγωγών προς το Ιράκ, όπου το 2023 εφαρμόστηκε ο νόμος περί απαγόρευσης εισαγωγής και πώλησης αλκοολούχων ποτών. Η αρνητική αυτή μεταβολή, έπληξε ιδιαίτερα τις ελληνικές εξαγωγές αλκοολούχων καθώς το Ιράκ αποτελεί την δεύτερη σημαντικότερη χώρα προορισμού των ελληνικών αλκοολούχων ποτών και οι επιπτώσεις αυτές μεταφράζονται σε -22 % (από 7,1 εκατ. κιλά το 2022 σε 5,6 εκατ. κιλά) σε ποσότητα και -16 % (-2,7 εκατ. ευρώ) σε αξία σε σύγκριση με το 2022.
Η μείωση της ποσότητας των εξαγωγών
Η μείωση της ποσότητας των εξαγωγών «συμβάλλει» στην άνοδο της μέσης τιμής πώλησης (Euro/Kg) των ελληνικών αλκοολούχων ποτών η οποία καταγράφει ανοδική πορεία καθώς το 2023 αυξήθηκε 15,2% (19,2% σε Τρίτες Χώρες και 14,5% εντός ΕΕ 27), σε σύγκριση με το 2022.
Ως προς τους εξαγωγικούς προορισμούς, σύμφωνα με τα στοιχεία, τα Κράτη Μέλη της ΕΕ-27, αποτελούν σταθερά τους σημαντικότερους προορισμούς των ελληνικών αποσταγμάτων, με ποσοστό 76% σε αξία δηλαδή 80,7 εκατ. ευρώ και 78% σε ποσότητα δηλαδή 28,4 εκατ. κιλά.
Σύμφωνα με την περαιτέρω ανάλυση των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ οι εξαγωγές εντός ΕΕ-27 του κλάδου της ελληνικής ποτοποιίας το 2023 σε σύγκριση με το 2022, παρουσιάζουν σημαντική αύξηση σε αξία ≈10 εκατ. ευρώ (ποσοστιαία 13,7%), ενώ ως προς την ποσότητα υπάρχει μία μικρή πτώση των -0,2 εκατ. κιλά (ποσοστιαία 0,7%).
Αναφορικά με τις εξαγωγές εκτός ΕΕ-27 σημειώνεται μείωση και σε αξία ευρώ και σε ποσότητα kg. Συγκεκριμένα, -2,3 σε αξία (από 26 εκατ. ευρώ το 2022 σε 25,4 εκατ. ευρώ το 2023) και -18% σε ποσότητα (από 9,5 εκατ. κιλά το 2022 σε 7,8 εκατ. κιλά το 2023).
Η Γερμανία εμφανίζεται σταθερά στην πρώτη θέση, ως βασική χώρα εξαγωγής ελληνικών αλκοολούχων ποτών, καθώς το 40% σε αξία (42,5 εκατ. ευρώ) και το 45,4% σε ποσότητα (16,5 εκατ. κιλά) της ελληνικής ποτοποιίας, οδηγείται στη Γερμανία.
Δεύτερη σημαντικότερη χώρα προορισμού των ελληνικών αλκοολούχων ποτών εξακολουθεί να είναι (παρά την πτώση) το Ιράκ με αξία εξαγωγών 14,6 εκατ. ευρώ και ποσότητα 5,6 εκατ. κιλά.
Στον κατάλογο με τις κυριότερες χώρες εξαγωγών, ακολουθούν η Βουλγαρία με 10 εκατ. ευρώ (που καταγράφει αύξηση +25,7% σε αξία), η Ολλανδία με 5 εκατ. ευρώ (με αύξηση +98% σε αξία), η Αυστρία με 3,8 εκατ. ευρώ (με αύξηση +194% σε αξία), η Πολωνία με 3,7 εκατ. ευρώ (που καταγράφει πτώση -4,1% σε αξία) από την ΕΕ-27 και η Αλβανία με 2,9 εκατ. ευρώ, οι ΗΠΑ με 2,2 εκατ. ευρώ (-14% σε αξία) και το Ισραήλ με 0,96 εκατ. ευρώ (-6,6% σε αξία) από τις Τρίτες Χώρες.
Το ελληνικό ούζο αποτελεί τον μεγάλο πρωταγωνιστή και βρίσκεται στην κορυφή αναφορικά με τις εξαγωγές ελληνικών αλκοολούχων ποτών, καταλαμβάνοντας το τελευταίο έτος (2023) το 58 % της αξίας και το 68% της ποσότητας του συνόλου των εξαγωγών των ελληνικών αποσταγμάτων. Το 2023 καταγράφεται αύξηση της αξίας των εξαγωγών του ούζου διεθνώς η οποία ποσοστιαία μεταφράζεται κατά ≈4% (+2,3 εκατ. ευρώ), ενώ σε ποσότητα εμφανίζει πτώση κατά -7,3% (σχεδόν -2 εκατ. κιλά).
Οι εξαγωγές του τσίπουρου/τσικουδιάς αν και αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό μερίδιο (≈2% σε αξία & ≈1% σε ποσότητα) του συνόλου των εξαγωγών, καταγράφουν σταθερή άνοδο.