Η σημαντική πτώση των τραπεζικών μετοχών το τελευταίο διάστημα έχει επισκιάσει τα οφέλη των ελληνικών τραπεζών από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Οι επερχόμενες αναβαθμίσεις και από τους υπόλοιπους και πιο ισχυρούς οίκους (S&P, Fitch, Moody΄s) θα άρουν ένα εμπόδιο που εμποδίζει τους διαχειριστές κεφαλαίων να διακρατούν στα χαρτοφυλάκιά τους ομόλογα ελληνικών τραπεζών, τα οποία επί του παρόντος τυγχάνουν διαπραγμάτευσης σε αποδόσεις σημαντικά μεγαλύτερες από αυτές των ευρωπαϊκών ομολόγων.
Για τις τράπεζες, η αναβάθμιση σε investment grade μεταφράζεται σε βελτιωμένες συνθήκες χρηματοδότησης, εξοικονόμηση κόστους επιτοκίου στις μελλοντικές εκδόσεις MREL (Απαίτηση Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων ύψους περίπου 8 δισ. και βελτίωση της ποιότητας των χαρτοφυλακίων τίτλων τους, τα οποία αποτελούνται κυρίως από τίτλους ελληνικών ομολόγων.
Επίσης μακροπρόθεσμα οι ελληνικές τράπεζες θα είναι περισσότερο οχυρωμένες σε τυχόν χρηματοπιστωτικές κρίσεις, καθώς η ρευστότητά τους θα είναι διασφαλισμένη, λόγω της επιλεξιμότητας των ομολόγων τους για δανεισμό από την ΕΚΤ. Οι τράπεζες αναμένεται να έχουν λοιπόν χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης και βελτιωμένη ρευστότητα λόγω της μείωσης των haircut της ΕΚΤ στις εξασφαλίσεις των ελληνικών ομολόγων και της συμπερίληψης αυτών σε όλες τις μελλοντικές πράξεις της. Θα μπορούν να δανείζονται από την ΕΚΤ με εγγύηση ομόλογα του δημοσίου που θα αποτιμώνται στην πραγματική τους αξία. Σήμερα, η ΕΚΤ κάνει κατ’ εξαίρεση δεκτά τα ελληνικά ομόλογα ως εγγυήσεις αλλά με έκπτωση 50% στην αξία τους.
Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του δημοσίου θα αναβαθμίσει και το αξιόχρεο των τραπεζών, οι οποίες θα μπορούν να δανείζονται με πιο χαμηλά επιτόκια από τη διατραπεζική αγορά. Ο φθηνότερος δανεισμός για τις τράπεζες σημαίνει εξίσου χαμηλός δανεισμός και για επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Citigroup, JP Morgan, Morgan Stanley και Goldman Sachs ανανεώνουν την “ψήφο” εμπιστοσύνης τους στις ελληνικές τράπεζες.
Η Citi επικαιροποιεί τις προβλέψεις της για τα κέρδη ανά μετοχή των ελληνικών τραπεζών, αυξάνοντας τες συνολικά κατά +14% φέτος, +6% το επόμενο έτος και +1% το 2025. Θεωρεί αδικαιολόγητη η διόρθωση των μετοχών των ελληνικών τραπεζών και τις θεωρεί επενδυτική ευκαιρία και αναμένει ότι όλες οι ελληνικές συστημικές τράπεζες θα ξεκινήσουν να διανέμουν μερίσματα από τα κέρδη του τρέχοντος έτους.
Η JP Morgan δίνει σύσταση overweight, βλέποντας σημαντικά περιθώρια ανόδου, τονίζοντας ότι οι ισχυρές προοπτικές σε επίπεδο κερδοφορίας παραμένουν άθικτες . Οι αποτιμήσεις των ελληνικών τραπεζών συνεχίζουν να δείχνουν ελκυστικές με δείκτη P/E στο 4,5x – 5,5x για το 2024 και δείκτη λογιστικής αξίας, P/TBV στο 0,45x – 0,7x και κινούνται με discount 30% και 25% έναντι των ευρωπαϊκών τραπεζών και 30% και 50% έναντι των τραπεζών της περιοχής της Αν. Ευρώπης, Μ. Ανατολής και Αφρικής.
Η Morgan Stanley παραμένει «ταύρος» για τις ελληνικές τράπεζες, όπως αναφέρει σε νέα ανάλυσή της για τις αναδυόμενες αγορές, θεωρώντας ότι η σχέση ρίσκου – απόδοσης που προσφέρουν είναι η καλύτερη.
Οι θετικές προοπτικές των τραπεζών στηρίζονται από την υψηλότερη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με αυτή της Ευρωζώνης και προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,5% φέτος και 2,3% το 2024. Ο δείκτης των εξυπηρετούμενων δανείων θα ωφεληθεί από τους ρυθμούς αυτούς ανάπτυξης, με την πιστωτική επέκτασή τους να προβλέπεται στο 8% κατά μέσο όρο τα επόμενα χρόνια. Η ποιότητα ενεργητικού φαίνεται ανθεκτική καθώς οι δείκτες των κόκκινων δανείων είναι μονοψήφιοι .
Οι ελληνικές τράπεζες σύμφωνα με την αμερικανική τράπεζα Goldman Sachs αποτελούν μία ελκυστική επενδυτική περίπτωση, δεδομένης της βελτίωσης των θεμελιωδών μεγεθών τους και των μακροοικονομικών προοπτικών για την Ελλάδα.
Η πορεία των τραπεζικών μετοχών
Όμως οι τραπεζικές μετοχές έχουν καταγράψει απώλειες πάνω από 3,5 δισ. ευρώ σε επίπεδο κεφαλαιοποίησης, από τα υψηλά του περασμένου Ιουλίου, ενώ ο τραπεζικός δείκτης σημειώνει απώλειες 17%.
Μία πτώση η οποία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο από το ισχυρό profit taking που ακολούθησε τις υψηλές αποδόσεις που κατέγραφε ο τραπεζικός δείκτης από τις αρχές του έτους, οι οποίες έφθαναν μέχρι και το 70%.
Ένα ποσοστό των αναλυτών εκτιμά πως αυτό οφείλεται στην αποχώρηση κάποιων ξένων επενδυτών που επενδύουν αποκλειστικά σε οικονομίες που δεν έχουν επενδυτική βαθμίδα, και ύστερα από την απόκτηση της από την Ελλάδα αποσύρονται σταδιακά από το Χ.Α. Την ίδια ώρα πολλά funds που επενδύουν σε οικονομίες με επενδυτική βαθμίδα που δεν έχουν αρχίσει ακόμη να τοποθετούνται στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά. Επίσης αρκετά κεφάλαια που επενδύουν σε χώρες που έχουν επενδυτική βαθμίδα, βάσει του καταστατικού τους, θα πρέπει να περιμένουν και δύο επίσημα αναγνωρισμένους οίκους, να εντάξουν την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα.