Τους λόγους για τους οποίους η Βραζιλία συγκεντρώνει το ενδιαφέρον όλου του κόσμου, όσο είναι σε εξέλιξη ο πόλεμος στην Ουκρανία εξηγεί δημοσίευμα της Deutsche Welle. Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, η Βραζιλία διαθέτει πετρέλαιο, φυσικό αέριο, λίθιο, τρόφιμα, αλλά και Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, δηλαδή έχει όλα αυτά που χρειάζεται επειγόντως ο υπόλοιπος κόσμος, μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Επειδή η Ρωσία προσπαθεί να εμποδίσει τις εξαγωγές σιτηρών από την Ουκρανία, γεγονός που επηρεάζει ιδιαίτερα τις αφρικανικές χώρες, η Βραζιλία έρχεται στο προσκήνιο ως μία χώρα που θα μπορούσε να καλύψει πολλά κενά. Επίσης επισημαίνεται πως η χώρα θα μπορούσε να αποτελέσει κύρια εναλλακτική λύση για μια αγορά που αναζητεί όλο και περισσότερο όχι μόνο την ποιότητα και καλές τιμές, αλλά και προϊόντα φιλικά προς το περιβάλλον, όπως δήλωσε πρόσφατα ο αντιπρόεδρος της χώρας Τζεράλντο Αλκμίν, στο πλαίσιο της συνάντησής του με την Εθνική Συνομοσπονδία Βιομηχανίας (CNI).
Θελκτική για επενδυτές
Η γεωργική βιομηχανία της Βραζιλίας και η ημικρατική πετρελαϊκή εταιρεία πέτυχαν πρόσφατα κέρδη δισεκατομμυρίων. Αν και το νέο οικονομικό σχέδιο της Βραζιλίας έχει προκαλέσει επικρίσεις, ιδίως από περιβαλλοντολόγους, λόγω των μαζικών επενδυτικών σχεδίων στα εχθρικά προς το κλίμα ορυκτά καύσιμα, όπως πετρέλαιο και φυσικό αέριο, κατά βάθος αποτελεί την απάντηση της χώρας στην παγκόσμια ζήτηση. «Ο πρώτος παράγοντας που προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι η αύξηση των τιμών και η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης και σε αυτό το πλαίσιο η Βραζιλία θα μπορέσει να συμβάλλει καλύπτοντας τη ζήτηση”, είπε ο οικονομολόγος του Ιδρύματος Γκετούλιο Βάργκας (FGV), Φελίπε Μασιμέντο μιλώντας στην Deutsche Welle. “Πιστεύω πως η Βραζιλία θα μπορεί να βρει τη θέση της σε αυτές τις αγορές, παρά τις δυσκολίες”, τόνισε.
Στο ίδιος μήκος κύματος κινήθηκαν και οι δηλώσεις του Ρομπέρτο Γκουλάρτ, από το Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Μπραζίλια στην Deutsche Welle.
“Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία ανοίγει το δρόμο για τη Βραζιλία να προσελκύσει επενδύσεις στο έδαφός της, κυρίως από χώρες που καταναλώνουν μεγάλο ποσοστό ενέργειας και επίσης στο πλαίσιο της κλιματικής κρίσης”, είπε. Ήδη κατά την πρώτη περίοδο του του πολέμου, όταν ακόμη βρισκόταν στην εξουσία ο δεξιός λαϊκιστής πρόεδρος Ζαΐρ Μπολσονάρου, το 50% των άμεσων ξένων επενδύσεων στη Λατινική Αμερική κατευθύνθηκε προς τη Βραζιλία, όπως έδειξαν τα στοιχεία της έκθεσης της Κοινότητας των Κρατών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής (CELAC). Η τάση αυτή συνεχίζεται. Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψής της στη Βραζιλία η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν εξήγγειλε επενδύσεις δισεκατομμυρίων στην περιοχή μέχρι το 2027, ένα μεγάλο μέρος των οποίων πρόκειται να πάει στη Βραζιλία.
Αναπροσανατολισμός;
Η Φον Ντερ Λάιεν δεσμεύτηκε πως θα γίνουν επενδύσεις ύψους 2 δισεκατομμυρίων ευρώ για τη στήριξη της παραγωγής πράσινου υδρογόνου στη Βραζιλία και την προώθηση της ενεργειακής απόδοσης στη βιομηχανία. Ενώ η Βραζιλία γίνεται μια ενδιαφέρουσα αγορά για ξένες επενδύσεις, ώστε η Δύση να μπορεί να δημιουργήσει πιο ανεξάρτητες αλυσίδες εφοδιασμού, η χώρα προσπαθεί να αναλάβει έναν ουδέτερο ρόλο από γεωπολιτικής άποψης. “Εξακολουθεί να πιστεύει ότι δεν θα έπρεπε να επιβληθούν κυρώσεις στη Ρωσία, επειδή είχαν ελάχιστα αποτελέσματα και στο τέλος θα υποφέρει ο άμαχος πληθυσμός”, είπε ο Γκουλάρτ μιλώντας στην DW. Αυτή δεν είναι άποψη των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών ή των ΗΠΑ. Ωστόσο η Βραζιλία διατηρεί τις διπλωματικές, οικονομικές και εμπορικές σχέσεις της με τη Ρωσία.
Μία νέα πρόκληση που διαφαίνεται στον ορίζοντα είναι η διαφαινόμενη οικονομική κρίση της Κίνας. Το Πεκίνο είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Βραζιλίας με όγκο συναλλαγών το 2022 περίπου 135 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Εάν η Κίνα αποδυναμωθεί ακόμη περισσότερο, αυτό πιθανώς όχι μόνο θα πλήξει το εμπορικό ισοζύγιο, αλλά και θα μπορούσε να ενισχύσει τις σκέψεις στη Λατινική Αμερική, για τη σύναψη της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου των κρατών της Mercosur με την ΕΕ, προκειμένου να ανοίξουν κι άλλες προοπτικές. Εάν συμβεί αυτό, τότε η Βραζιλία θα αποκτήσει πραγματικά μια εντελώς νέα, ξεχωριστή θέση στο διεθνές στερέωμα.