Οι ανατιμήσεις στα καταναλωτικά αγαθά επιμένουν παρά την αποκλιμάκωση της μεταβολής δωδεκαμήνου του Γενικού Δείκτη Τιμών καταναλωτή σε 2,8% στα δεδομένα του Μαΐου 2023, σημειώνει ο καθηγητής Γεώργιος Μπάλτας, του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών σε άρθρο του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ο Διευθυντής Μεταπτυχιακών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου, σημειώνει ότι οι αυξήσεις σε ορισμένα καταναλωτικά είδη φτάνουν και το 18%,ενώ έρευνες από αξιόπιστους φορείς, όπως το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και άλλα ερευνητικά κέντρα, αναδεικνύουν τις επιπτώσεις των μεγάλων αυτών ανατιμήσεων στο κόστος διαβίωσης και τη συμπεριφορά των καταναλωτών.
Ο κ. Μπάλτας καταγράφει επίσης ότι οι περισσότεροι καταναλωτές έχει αλλάξει ριζικά τη συμπεριφορά τους, προσπαθώντας να προσαρμοστούν στο νέο οικονομικό περιβάλλον με κύριο χαρακτηριστικό του το πολύ υψηλότερο κόστος διαβίωσης. Αυτό όμως δεν λύνει το πρόβλημα, σημειώνει ο κ. Μπάλτας και συνεχίζει: «Το γεγονός ότι οι επίμονες και μεγάλες ανατιμήσεις εντοπίζονται σε αγαθά απαραίτητα για την καθημερινή ζωή προκαλεί ιδιαίτερη οικονομική πίεση, υπό την έννοια ότι για την πλειονότητα των οικογενειών το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος δαπανάται αναγκαστικά στην τριάδα των βασικών αναγκών, δηλαδή στα είδη σούπερ μάρκετ, στη στέγαση και στην ενέργεια».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ζήτηση στα αγαθά αυτά είναι ανελαστική, ενώ οι καθυστερήσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα δεν βοηθούν στην συγκράτηση των τιμών, κατά τον κ. Μπάλτα.
Οι απαρχαιωμένες μέθοδοι τιμολόγησης
« Ένα ειδικότερο θέμα που σπάνια θίγεται στις συζητήσεις για τις ανατιμήσεις είναι οι απαρχαιωμένες μέθοδοι τιμολόγησης που εφαρμόζονται στην πράξη. Εταιρείες του κλάδου συνεχίζουν να τιμολογούν με απλουστευτικές και ενίοτε πρωτόγονες πρακτικές, περισσότερο από όσο θα περιμέναμε να συμβαίνει σήμερα. Για παράδειγμα, η απλή προσθήκη ενός ποσοστού κέρδους στο κόστος ή στην τιμή χονδρικής συνεχίζει να είναι πολύ διαδεδομένη πρακτική τιμολόγησης. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι κάθε αύξηση κόστους μετακυλίεται στις τιμές με σχεδόν αυτόματο τρόπο», σημειώνει ο κ. Μπάλτας και καταλήγει:
«Λίγες εταιρείες αξιοποιούν ποσοτικά δεδομένα από την αγορά, ακόμα λιγότερες εφαρμόζουν αναλυτικές μεθόδους, και ελάχιστες εταιρείες πραγματικά βελτιστοποιούν τις τιμές τους με προηγμένα εργαλεία ανάλυσης. Οι απλοϊκές προσεγγίσεις στην τιμολόγηση είναι βέβαια έκφανση της γενικότερης αδυναμίας πολλών οργανισμών να εξελιχθούν και να αξιοποιήσουν την πληροφορία και τα εργαλεία ανάλυσης που η τεχνολογία και η επιστήμη προσφέρει σήμερα. Η αδυναμία αυτή επιτείνεται όταν οι στρατηγικές προτεραιότητες ενός οργανισμού είναι αμιγώς «βολονταριστικές» και άσχετες με το πραγματικό κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον.