Από το Βερολίνο δεν υπάρχει μέχρι στιγμής καμία ενημέρωση όσον αφορά το περιεχόμενο της τηλεφωνικής επικοινωνίας που είχαν Μέρκελ και Τσίπρας τις προηγούμενες μέρες. Ευσταθούν τα όσα διαρρέουν από την ελληνική πλευρά;
Γεγονός είναι ότι ήδη στο προοίμιο των νέων διαπραγματεύσεων και με δεδομένο τον ελάχιστο χρόνο για συνομιλίες ενόψει της 20ης Αυγούστου, το Βερολίνο τόνιζε ότι προτιμά μια ουσιαστική και βιώσιμη συμφωνία ακόμη κι αν αυτή καθυστερήσει, παρά ένα βεβιασμένο και ημιτελές πρόγραμμα. Και πως εάν όντως χρειαστεί περισσότερος χρόνος, υπάρχει πάντα η δυνατότητα μιας χρηματοδοτικής γέφυρας. Αυτό επανέλαβαν μόλις τη Δευτέρα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Ζάιμπερτ αλλά και ο εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών Γιούργκ Βαϊσγκέρμπερ. Παράλληλα όμως διευκρίνιζαν ότι και η γερμανική κυβέρνηση θέλει να επιτευχθεί συμφωνία το ταχύτερο δυνατό.
«Τώρα ξεκινά η εξέταση των συμπεφωνημένων, μεταξύ Ελλάδας και θεσμών, μέτρων και στη συνέχεια θα αποφανθούν οι υπ. Οικονομικών, πριν περάσει η τελική συμφωνία από τα εθνικά κοινοβούλια των χωρών της ευρωζώνης», δήλωσαν την Τετάρτη κύκλοι του γερμανικού υπ. Οικονομικών προς την Deutsche Welle. Υπάρχει αισιοδοξία για την επίτευξη της τελικής συμφωνίας; «Ουδέν σχόλιο μέχρι να διαβάσουμε και να αξιολογήσουμε τα συμφωνηθέντα», απάντησαν λακωνικά οι ίδιοι.
Δεν υπάρχουν ουσιαστικές ενστάσεις
Όπως εκτιμούν πάντως γερμανοί αναλυτές, στην παρούσα φάση το Βερολίνο δεν φαίνεται να έχει ουσιαστικές ενστάσεις επί της νέας συμφωνίας, πόσο μάλλον που κατά την τελευταία Σύνοδο Κορυφής όπου αποφασίστηκε το τρίτο πακέτο, η γερμανική κυβέρνηση είχε καταφέρει να περάσει το μεγαλύτερο μέρος των απαιτήσεών της. Πέρα από ένα ουσιαστικό, ρεαλιστικό και κοστολογημένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, μεταξύ άλλων για το συνταξιοδοτικό, η γερμανική κυβέρνηση αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο Ταμείο Αποκρατικοποιήσεων, το οποίο το Spiegel είχε χαρακτηρίσει το «ηρεμιστικό χάπι» για την Κ.Ο. της Α. Μέρκελ.
Σε αυτά τα συμφραζόμενα, υποστηρίζουν οι ίδιοι αναλυτές, οι επιφυλάξεις που συνεχίζει να εκφράζει καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων η γερμανική πλευρά, γίνονται μάλλον περισσότερο για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης και για να ικανοποιηθεί το εσωτερικό ακροατήριο. Και πρωτίστως η Κ.Ο. της Μέρκελ όπου υπάρχουν νέες, σοβαρές τριβές λόγω του ελληνικού ζητήματος. Βασικοί αποδέκτες των φαινομενικών επιφυλάξεων της κυβέρνησης, φαίνεται πως είναι οι ίδιοι οι βουλευτές.
Η ένταση εξυπηρετεί και τις δυο πλευρές
«Προφανώς στο Βερολίνο θέλουν πάση θυσία να μην δημιουργηθεί η εντύπωση ότι έγιναν εσπευσμένες και υπερβολικές παραχωρήσεις έναντι της Αθήνας», γράφει σήμερα χαρακτηριστικά το Spiegel. Αυτό ισχύει, σύμφωνα με το γερμανικό περιοδικό, και για το ύψος της πρώτης δόσης στο πλαίσιο του νέου δανείου. Σύμφωνα με την γερμανική Welt, η Κομισιόν επιθυμεί να καταβληθούν έως και 40 δις προκειμένου να καταστεί, μεταξύ άλλων, δυνατή η γρήγορη ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών. Το Spiegel σχολιάζει ότι το ζήτημα είναι ιδιαίτερα λεπτό και για το λόγο ότι το ΔΝΤ δεν θα συμμετέχει καταρχήν στη νέα βοήθεια, μολονότι η Άγκελα Μέρκελ χαρακτήριζε ανέκαθεν τη συμμετοχή του Ταμείου εκ των ων ουκ άνευ για την παροχή βοήθειας. Ηγετικά στελέχη της χριστιανικής ένωσης στο Βερολίνο που επικαλείται το γερμανικό περιοδικό αναφέρουν ότι όσο υψηλότερη θα είναι η πρώτη δόση προς την Ελλάδα, τόσο μεγαλύτερος μπορεί να είναι και ο αριθμός των «όχι» κατά την επικείμενη ψηφοφορία στη γερμανική βουλή.
Δικαιολογείται λοιπόν, σε αυτά τα συμφραζόμενα, το υποτιθέμενο «βαρύ κλίμα» στις συνομιλίες Μέρκελ – Τσίπρα και η «επιμονή» Μέρκελ και Σόιμπλε για ένα δάνειο-γέφυρα; Ανεξάρτητα εάν ευσταθούν οι πληροφορίες αυτές ή όχι, όπως σχολιάζουν γερμανοί αναλυτές, το «σκηνικό έντασης» εξυπηρετεί στην παρούσα φάση προφανώς και τις δυο πλευρές και ειδικώς τους Μέρκελ και Τσίπρα ενόψει της μάχης που έχει να δώσει ο καθένας ξεχωριστά στο κοινοβούλιό του: ο έλληνας πρωθυπουργός μπορεί να επιρρίψει την ευθύνη για τα νέα σκληρά μέτρα στην άκαμπτη στάση του Βερολίνου ενώ στον αντίποδα η γερμανίδα καγκελάριος να πει προς τους βουλευτές της ότι δεν δόθηκε λευκή επιταγή στους θεσμούς και πως η ίδια επέμενε μέχρι και την τελευταία στιγμή σε ένα αξιόπιστο, βιώσιμο και λεπτομερές πρόγραμμα.