Η αιφνιδιαστική απόφαση του πρωθυπουργού να παραιτηθεί και να οδηγήσει τη χώρα σε µια νέα εκλογική αναµέτρηση-«εξπρές», µόλις επτά µήνες µετά από αυτήν της 25ης Ιανουαρίου που τον έφερε στην εξουσία, σχετίζεται βέβαια µε το εσωκοµµατικό σχίσµα που προκάλεσε στον ΣΥΡΙΖΑ η Αριστερή Πλατφόρµα του Παναγιώτη Λαφαζάνη και µε την ουσιαστική απώλεια της δεδηλωµένης, αλλά υπαγορεύθηκε και από άλλους εξίσου σηµαντικούς λόγους.
Ο Αλέξης Τσίπρας γνωρίζει ότι ο πολιτικός χρόνος που του αποµένει µέχρι την έναρξη εφαρµογής του τρίτου µνηµονίου είναι ελάχιστος και σπεύδει να τον εκµεταλλευθεί, ώστε να περιορίσει κατά το δυνατόν το εκλογικό κόστος, που φοβάται ότι θα έχει για την παράταξή του η αλλαγή πολιτικού προσανατολισµού των τελευταίων µηνών. Παράλληλα επιχειρεί µέσα από τις κάλπες να δηµιουργήσει ένα νέο αξιόµαχο πολιτικό σχήµα, ώστε να µπορέσει να εφαρµόσει τη νέα συµφωνία µε τους εταίρους, κάτι που δεν φαινόταν εφικτό µε τη µέχρι τώρα σύνθεση της κυβέρνησής του…
Ο ΗΓΕΤΗΣ του ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει ότι αν επανεκλεγεί θα κληθεί τους επόµενους µήνες να πληρώσει µε τη σειρά του το υψηλό πολιτικό κόστος της υλοποίησης µιας σκληρής µνηµονιακής πολιτικής, κόντρα στις µεγάλες ελπίδες και τις υψηλές προσδοκίες που ο ίδιος και το κόµµα του καλλιέργησαν τα προηγούµενα χρόνια στον ήδη καταταλαιπωρηµένο από τη µακρά λιτότητα λαό. Γνωρίζει, όµως, επίσης ότι αν επιτύχει να ανακτήσει την εµπιστοσύνη της Ευρώπης, εφαρµόζοντας όσα συµφώνησε, θα υπάρξουν σε δεύτερη φάση και θετικές για την οικονοµία µας εξελίξεις, µε κορυφαίες πρώτον την ελάφρυνση του χρέους, που θα «ξεµπλοκάρει» τις ξένες επενδύσεις και θα ενισχύσει την ανάπτυξη και την απασχόληση και δεύτερον την ποσοτική χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που θα τονώσει τη σχεδόν ανύπαρκτη σήµερα ρευστότητα της αγοράς. Ολα αυτά, όµως, προϋποθέτουν σταθερή και αταλάντευτη πορεία, χωρίς διαρκή «πισωγυρίσµατα» και καθηµερινές ενδοκυβερνητικές τριβές και συγκρούσεις…
Η ΧΩΡΑ δεν ευτύχησε τα τελευταία χρόνια στην πολιτική της διαπραγµάτευση µε τους Ευρωπαίους εταίρους της. Ούτε µε τις προηγούµενες κυβερνήσεις, ούτε µε την κυβέρνηση Τσίπρα. Μας οδήγησαν όλες, από διαφορετικό δρόµο η καθεµία, σε κακές συµφωνίες. Σε µνηµόνια επαχθή και επώδυνα για τους πολίτες, εξοντωτικά για την κοινωνία, που -δυστυχώς- όχι µόνο δεν έλυσαν τα προβλήµατα της εθνικής µας οικονοµίας, αλλά αντίθετα επιδείνωσαν αισθητά την κατάστασή της! Οι διαδοχικές κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της Ν.∆. µετά το 2009 δεν πίστεψαν ποτέ ότι µπορούν να ορθώσουν ανάστηµα απέναντι στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο, ώστε να επιτύχουν µια καλή συµφωνία. Και όταν και όποτε µίλησαν για… σκληρή επαναδιαπραγµάτευση, απευθύνονταν µόνο στο εσωτερικό πολιτικό ακροατήριο. Μετά έλεγαν στην τρόικα… συγγνώµη λάθος και υπέγραφαν αδιαµαρτύρητα ό,τι τους ζητούσε. Οσο για την κυβέρνηση Τσίπρα έφθασε σε ανάλογο αποτέλεσµα από άλλο δρόµο… Η υπερβολική και αδικαιολόγητη αυτοπεποίθησή της και οι επιπόλαιοι χειρισµοί της, σε συνδυασµό µε την έλλειψη σοβαρού σχεδίου και στοιχειώδους προετοιµασίας, την οδήγησαν τελικά στην αποδοχή ενός ακόµη σκληρού µνηµονίου µε την πλάτη στον τοίχο…
ΔΥΣΤΥΧΩΣ καµµία ελληνική κυβέρνηση από την έναρξη της οικονοµικής κρίσης µέχρι σήµερα -ούτε αυτή του Αλέξη Τσίπρα- δεν παρουσίασε ένα ολοκληρωµένο, πειστικό και κοστολογηµένο εθνικό σχέδιο ανάπτυξης. Με αποτέλεσµα ελλείψει δικών µας προτάσεων να δεχόµαστε κάθε φορά χωρίς ουσιαστικό αντίλογο αυτές των δανειστών, παρά το γεγονός ότι µε το πρώτο και το δεύτερο µνηµόνιο απέτυχαν παταγωδώς να αναζωογονήσουν την αφυδατωµένη ελληνική οικονοµία. Βέβαια, για να είµαστε απολύτως ειλικρινείς, ένα σηµαντικό µερίδιο ευθύνης σε αυτό έχει και η δική µας πλευρά που είτε δεν εφάρµοσε, είτε εφάρµοσε πληµµελώς πολλές από τις συµφωνηµένες αλλαγές και µεταρρυθµίσεις.
ΣΗMΕΡΑ είναι περισσότερο από ποτέ επείγουσα και αναγκαία η κατάρτιση ενός ολοκληρωµένου εθνικού σχεδίου για την παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονοµίας, µε τη µέγιστη δυνατή αξιοποίηση όλων των διαθεσίµων εθνικών πόρων, αλλά και των διόλου ευκαταφρόνητων κονδυλίων του προγράµµατος Γιούνκερ που προβλέπονται για τη χώρα µας. Αλλωστε µόνον µέσω της οικονοµικής ανάπτυξης µπορεί να µετριασθούν οι βαρύτατες κοινωνικές συνέπειες του τρίτου µνηµονίου που θα αρχίσει να εφαρµόζεται σε λίγες εβδοµάδες. Και εποµένως αυτό πρέπει να είναι το βασικό κριτήριο µε βάση το οποίο θα ψηφίσουν οι Ελληνες στις επικείµενες εκλογές. Η Ελλάδα χρειάζεται ισχυρή κυβέρνηση που να διασφαλίζει την ασφαλή ευρωπαϊκή της πορεία και να εγγυάται την επιστροφή της στην οικονοµική οµαλότητα και στην ανάπτυξη. Οι ψεύτικες υποσχέσεις και τα µεγάλα λόγια πρέπει να αποδοκιµαστούν στην κάλπη. Οι πολίτες απαιτούν πλέον υπεύθυνες και στοιχειοθετηµένες απαντήσεις για την επόµενη µέρα της χώρας και της κοινωνίας. Ζητείται γνώση, ικανότητα, σχέδιο και ισχυρή βούληση για την εφαρµογή του. Οποιος, και µόνον όποιος, τα διαθέτει αξίζει την ψήφο µας! Στους υπόλοιπους γυρίζουµε οριστικά την πλάτη!