Δεν υπάρχουν, ακόμη, τεκμηριωμένες προβλέψεις για το πώς θα κινηθεί η ναυλαγορά το επόμενο διάστημα και πότε θα αρχίζει η ουσιαστική ανάκαμψη.
Σύμφωνα με το ναυλομεσιτικό οίκο Μουνδρέα, η τεράστια οικονομική μεταβλητότητα παγκοσμίως αλλά και οι ανησυχίες με την επιβράδυνση της Κίνας, λόγω υποτίμησης του γουάν κατά 4% από τις αρχές του χρόνου, δεν αφήνουν περιθώρια για προβλέψεις.
Εκτιμάται, ότι το αμέσως επόμενο διάστημα δεν θα υπάρξει βελτίωση στη ναυλαγορά για τα μεγαλύτερου τονάζ πλοία, ενώ για τα μικρότερα η αγορά θα κινηθεί θετικά λόγω της αυξημένης δραστηριότητας σε σιτηρά και μικρά φορτία.
Όπως αναφέρει ο οίκος Μουνδρέα, τα δεδομένα είναι ότι διανύουµε µία περίοδο αυξηµένης προσφοράς πλοίων, η οποία προέρχεται και έχει συσσωρευθεί από τα προηγούµενα χρόνια, αλλά φέτος υπάρχει αντιστροφή του κλίµατος, µε την αύξηση του στόλου να εκτιµάται στο 2,5% το 2015, στο 5% το 2016 και 2% έως 2,5% το 2017, όταν από το 2010 έως και το 2012 ο στόλος ήταν αυξημένος κατά 17%, 14% και 11%, αντίστοιχα.
Σε σύνολο πλοίων, τους πρώτους επτά µήνες παραδόθηκαν περίπου 390 πλοία, ενώ οδηγήθηκαν προς διάλυση περίπου 290.
Παράλληλα, οι παραγγελίες νεότευκτων πλοίων από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο µειώθηκαν σηµαντικά, συγκριτικά µε την ίδια περίοδο του 2014, σηµατοδοτώντας πτώση 74%, µε τον συνολικό αριθµό παραγγελιών να κλείνει στα 283 πλοία.
Με την υπάρχουσα προσφορά πλοίων, ο δείκτης Baltic Dry Index (δείκτης ξηρού φορτίου), BDI, κατά τη διάρκεια του Αυγούστου έφτασε στις 1,200 µονάδες.
Σύμφωνα με τον οίκο Μουνδρέα, έχοντας εκτιµήσει την προσφορά πλοίων, η πιο δύσκολη µεταβλητή και η οποία θα κρίνει την πορεία της ναυλαγοράς, είναι η ζήτηση, ιδιαίτερα µε τις τελευταίες εξελίξεις στην Κίνα και την επερχόµενη αλλαγή νοµισµατικής πολιτικής από τις ΗΠΑ, όπου γνωρίζουµε ότι θα επηρεάσει τις οικονοµίες και τα νοµίσµατα των αναδυόµενων χωρών, άρα κατ’ επέκταση την παγκόσµια οικονοµία και το παγκόσµιο εµπόριο, που είναι και το ζητούµενο.
Το πρώτο τρίµηνο του έτους ο όγκος συνολικά του παγκόσµιου εµπορίου µειώθηκε κατά 1,5% και το δεύτερο τρίμηνο κατά 0,5%.
Πηγή: ΑΠΕ